
Η παλαίφατη Βασιλική Μονή του Τιμίου Σταυρού της Κύπρου, η μονή του Σταυροβουνίου όπως επικράτησε να ονομάζεται κατά την Τουρκοκρατία, αποτελεί μια από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες Μονές του νησιού. Κτισμένη μάλιστα σε προνομιακή θέση στην κορυφή απόκρημνου και απομονωμένου βουνού, που αποτελεί την ανατολικότερη απόληξη της οροσειράς του Τροόδους, και τοποθετημένη στο κέντρο της νοτιοανατολικής Κύπρου παρέχει στον κάθε επισκέπτη της εξαίσια θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Η αρχική ονομασία του βουνού αυτού, που ήταν σε χρήση μέχρι και τον μεσαίωνα, ήταν Όλυμπος (πρώτη αναφορά από τον Στράβωνα, περίπου 64 π.X. μέχρι το 19 μ.X). Ένεκα, όμως, του σεπτού προσκυνηματικού κειμηλίου του Τιμίου Σταυρού, άρχισε από τη Φραγκοκρατία να συνυπάρχει και η ονομασία «όρος του Τιμίου Σταυρού» που, τελικά, στην Τουρκοκρατία γίνεται Σταυροβούνι.
Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στις αρχές του 4ου αιώνα και αποδίδεται από την τοπική παράδοση στη βασιλομήτορα αγία Ελένη, μητέρα του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η αγία Ελένη επισκέφθηκε το νησί κατά το ταξίδι της επιστροφής της από τους Αγίους Τόπους (όπου ανακάλυψε τον Σταυρό του Θείου Πάθους) προς την Κωνσταντινούπουλη. Μετά από θεϊκή αποκάλυψη , η αγία Ελένη ανέβηκε στην κορυφή του κυπριακού Ολύμπου, κατάργησε τον προϋπάρχοντα ειδωλολατρικό ναό του Δία και ανήγειρε τον αρχικό χριστιανικό ναό, τον οποίο προικοδότησε με τον Σταυρό του καλού Ληστή, τον ένα από τους ήλους (καρφιά) της Σταύρωσης και ένα τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου.
Ο ναός αυτός κατέστη σύντομα Μονή με ευλαβείς μοναχούς, φύλακες των σεπτών κειμηλίων. Πρώτη σωζόμενη αναφορά στη Μονή έχουμε από την Άννα Κομνηνή (1096 μ.X.) και λίγο αργότερα από τον Ρώσο Ηγούμενο Δανιήλ (1106 μ.X) και τον άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο (1167 μ.X.).
Επί Φραγκοκρατίας, μέσα στα γενικότερα πλαίσια της βίαιης προσπάθειας των παπικών κατακτητών της Κύπρου για εκλατινισμό του τοπικού πληθυσμού, οι Ορθόδοξοι μοναχοί της Μονής εκδιώχθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε αυτήν Βενεδικτίνοι μοναχοί, που παρέμειναν σ’ αυτή μέχρι τα 1474. Από τότε εγκαταστάθηκαν και πάλιν Ορθόδοξοι μοναχοί με την εύνοια των Ενετών κυριάρχων του νησιού , την υψηλή εποπτεία, όμως, της Μονής συνέχισε να έχει η τοπική εκκλησία μέχρι το 1570.
Το 1426 η Μονή λεηλατήθηκε από τους Αιγύπτιους Μαμελούκους εισβολείς, ενώ το 1570 παραδόθηκε στις φλόγες από τους Τούρκους κατακτητές του νησιού. Σύντομα, όμως, κατοικήθηκε ξανά από Ορθοδόξους πλέον μοναχούς και συνεχίζει μέχρι σήμερα τη λειτουργία της .
Το 1889 τέσσερις Κύπριοι μοναχοί αγιορείτες με Γέροντα τον Διονύσιο Χριστίδη ανέλαβαν τη Μονή την οποία ανακαίνισαν με υπεράνθρωπες προσπάθειες. Η νέα συνοδεία, που άρχισε σταδιακά να σχηματίζεται, αριθμούσε 60 περίπου μοναχούς γύρω στο 1940 και ασχολείτο εντατικά με την αγιογραφία, τη μελισσοκομία, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αποτελώντας για την γύρω περιοχή πραγματικό παράδεισο. Κυρίως, όμως, αναδείχθηκε σε πνευματικό φυτώριο, στήριγμα κληρικών, μοναχών και λαϊκών ολόκληρου του νησιού με αξέχαστες άγιες μορφές τους Γέροντες Διονύσιο Α΄ και Β΄, Μακάριο, Κυπριανό και Γερμανό.
Από το 1982, οπότε προχειρίστηκε ηγούμενος της Μονής ο Γέροντας Αθανάσιος Σταυροβουνιώτης άρχισε νέα περίοδος για τη Μονή, κατά την οποία συντελέστηκαν μεγάλα έργα στερέωσης, συντήρησης και κτηριακής επέκτασης της κυρίως Μονής, καθώς και όλων των μετοχίων της με τη δημιουργία νέων απαραίτητων λειτουργικών χώρων.
Στο καθολικό (κεντρικό ναό) της Μονής, που έχει ήδη αγιογραφηθεί με την τεχνοτροπία του fresco, εκτίθεται μέσα σε επάργυρο Σταυρό σε προσκύνηση το τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου .
Η Μονή Σταυροβουνίου, που λειτουργεί ως κοινόβιο και με την χάρη του Θεού αριθμεί σήμερα 28 μοναχούς, υπάγεται στην πνευματική δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Κιτίου.