
Συνέντευξη για τον Άγιο Νεκτάριο από την αδερφή Ξένη, η μητέρα της οποίας κατηγόρησε τον Άγιο για ανηθικότητα.
Ύπαρξη τραγική. Η λιγόλεπτη, έστω, αναστροφή μαζί της σμιλεύει εμπειρίες ανεξίτηλες. Αν με μια μόνο λέξη μου ζητούσαν ν’ αποδώσω τα συναισθήματά μου βγαίνοντας από το σπιτάκι της, θά ’λεγα «συγκλονίστηκα!» Θα τό ’λεγα αβίαστα και θα το εννοούσα …
Ένας Προμηθέας Δεσμώτης του ίδιου της του εαυτού και των ελεγκτικών σκέψεων. Η ζωή εν τάφω. Μόνιμοι σύντροφοι της ογδονταπεντάχρονης Γερόντισσας Ξένης, το παράπονο και το δάκρυ. Ο πόνος συντονίζει στη συχνότητά του τη «ζωή» της. Γεννήθηκε και κατοικεί στον αστερισμό της οδύνης.
Αντικρύζοντας απ’ έξω το ανοιχτό παράθυρο – μέσ’ απ’ το οποίο μετρά τις αμέτρητες ώρες της καρφωμένη στο αναπηρικό – μου δόθηκε εντύπωση αυλαίας αρχαίου δράματος, στην πιο αδρή τραγωδία ανοιγμένη. Αυτή η … γυναικεία σκιά δίχως σάρκα, μόνο με οστά, προσβλέπει με λαχτάρα κι αδημονία στη μεταθανάτια πραγματικότητα, σαν τη μόνη λύση στο δράμα και φως στο τραύμα που κουβαλάει μέσα της εβδομήντα ολόκληρα χρόνια …
Άθελά της – στο σενάριο της μητέρας της, της «Κερούς» – έπαιξε ρόλο πρωταγωνιστικό στο διασυρμό του Αγίου Νεκταρίου. Αμέτοχη και καθαρή «σαν το απάτητο χιόνι», όπως εξομολογείται στον Άγιο, σήκωσε δεκαετίες ολόκληρες κι ακόμα σηκώνει στους αποστεωμένους ώμους της, το άδικο βάρος των «σκανδάλων» που ποτέ δεν δημιούργησε. Στη νοσηρή φαντασία της μητέρας της συνελήφθησαν και κυοφορήθηκαν τα «γεγονότα» που δεν έγιναν ποτέ. Γι’ αυτή τη μητέρα της, δέεται σ’ ολόκληρη τη ζωή της: «Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτῇ …». Ο Άγιος, βέβαια, δεν αναγκάστηκε. Απεναντίας. Χάρηκε για το στεφάνι, της καρτερίας αντίδωρο. Η Γερόντισσα, όμως, αγωνιά…
Κάθε στιγμή δίπλα στη λαβωμένη φυσιογνωμία, μοιάζει κεφάλαιο ζωής, πέρα για πέρα διδακτικό. Κοντά της, νιώθω … συνάνθρωπος. Η καθηλωμένη με καθήλωσε! Αν και την επισκέφθηκα κατακαλόκαιρο, μεταφέρθηκα κι έζησα στον χωρόχρονο των Παθών! Ανεξάρτητα από εποχή, στο σπίτι της απλώνεται η ατμόσφαιρα Μεγάλης Εβδομάδας. Η αναστροφή μαζί της, δίνει ανάγλυφα τον «Κρανίου Τόπον» κι ακριβέστερα τις φριχτές σκηνές που ακολούθησαν το «Τετέλεσται».
Οι θέσεις, φίλε μου αναγνώστη, δεν είναι διόλου υπερβολικές. Μόνο μια προσωπική εμπειρία μπορεί σωστά να τις υποστηρίξει. Οι ερωταποκρίσεις της αποκαλυπτικής επικοινωνίας που ακολουθεί, πλανήθηκαν στη φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα. Για να νιώσεις αυτά που ειπώθηκαν, αντίκρυσέ τα με τα μάτια της ψυχής. Διάβασε με την καρδιά σου. Επικαλέσου, πριν απ’ όλα, τον Παράκλητο κι εξασφάλισε τις πρεσβείες του Αγίου …
Μανώλης Μελινός: Γερόντισσα, όταν ήρθατε στην Αίγινα, ο Άγιος ήταν εδώ; Θυμάστε;
Μοναχή Ξένη: Βέβαια, εδώ ήταν. Είχε το Μοναστήρι.
Μ. Μελινός: Εσείς τον γνωρίσατε; Πέστε μου, σας παρακαλώ.
Μοναχή Ξένη: Τι να σου πω, παιδί μου, είχε αγάπη και προσευχή. Αγάπη πολλή στην Αγία Τριάδα. Μας έλεγε:
- Το πρώτο κομποσχοίνι, παιδιά μου, να το κάνετε στην Αγία Τριάδα. Έχει μεγάλη σημασία.
- Πώς, Σεβασμιώτατε; Τι να λέμε;
- «Αγία Τριάς, ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς». Αυτό θα λέτε.
Μ. Μελινός: Πότε, Γερόντισσα, τον πρωτογνωρίσατε τον Άγιο; Πόσων ετών ήσασταν τότε;
Μοναχή Ξένη: Α, ήμουνα παιδάκι. Με πήγε η μαμά μου επάνω και του είπε:
- Να μου τη σταυρώσεις, γιατί είναι άτακτο παιδί.
- Τι σου κάνει, λέει εκείνος, είναι καλό παιδί. Τι σου κάνει; Δεν σου κάνει τίποτα. Είναι καλό κορίτσι. Με σταύρωσε με τον σταυρό. Λέει στη μάνα μου:
- Αυτή, θα γίνει μεγάλος άνθρωπος! Είχε πάει και μια άλλη φίλη μου, η Ανδρονίκη. Λέει γι’ αυτήν ο άγιος:
- Αυτή θα κάνει οικογένεια. Η δική σου – λέει στη μητέρα μου – θα γίνει μεγάλος άνθρωπος.
Μ. Μελινός: Εννοούσε Μοναχή …
Μοναχή Ξένη: Τι μεγάλος άνθρωπος έγινα … (σ.σ. η Γερόντισσα συγκινείται).
Μ. Μελινός: Πότε ξαναπήγατε στον Άγιο, Γερόντισσα;
Μοναχή Ξένη: Έ, αυτή τη μέρα φύγαμε από το Μοναστήρι με τη μακαρίτισσα τη μητέρα μου. Κατεβήκαμε στο σπίτι μας. Στην Αίγινα ήρθαμε, γιατί υπηρετούσε ο αδελφός μου στον Πόρο, στρατιώτης. Λεγόταν Στέλιος Κούδας. Ήταν πιο μεγάλος από μένα. Χάθηκε στο πόλεμο του ’40. Πήγαμε στον Πόρο να τον δούμε που υπηρετούσε. Έπιασε φουρτούνα. Φοβόταν η μητέρα μου. Βγήκαμε στην Αίγινα. Της άρεσε της μητέρας μου το νησάκι.
- Ξέρεις τι σκέπτομαι, Μαρία μου; Μου λέει. Να νοικιάσουμε εδώ στην Αίγινα ένα σπίτι. Νά ’ρθουμε εδώ.
Και το παιδί μας ο Στέλιος είπε: «ναι, μητέρα, τώρα που εγώ είμαι στρατιώτης να ρθείτε στην Αίγινα να καθήσετε. Είναι ωραία η Αίγινα, ησυχία».
Νοικιάσαμε εδώ ένα σπίτι ωραίο, κάτω στην παραλία.
Μ. Μελινός: Η μητέρα σας έκανε καμιά δουλειά;
Μ. Ξένη: Έκανε εμπόριο. Πούλαγε λιβάνι, κεράκια, διάφορα (σ.σ. γι’ αυτό τη φώναζαν «Κερού»).
Μ. Μελινός: Ο πατέρας σας, πού ήταν τότε;
Μ. Ξένη: Είχε πεθάνει. Ζούσα με τη μητέρα μου. Ήταν πολύ σκληρή. Είχε περάσει πολλές στενοχώριες. Είχε θάψει δυο παιδιά μόνη της. Τον Νίκο και τον Δημήτρη. Πέθαναν από αρρώστια. Ευλογιά. Τα πήγανε στον Κάνθαρο, έξω στην αγία Βαρβάρα, στην Αττική. Ερημιά ήτανε τότε. Αυτή την ημέρα πέθαναν 3.000 παιδιά. Βγήκε διαταγή να τα ραντίσουν ένα φάρμακο και να τα κάψουνε. Ή, όποια μάνα θέλει, να πάει να τα θάβει μόνη της!… Πεθάνανε και τα δυο μαζί. Ήτανε πολύ πικραμένη η μητέρα μου από τη ζωή. Είχε σκληρύνει. Μ’ έδερνε με το τίποτα…
Μ. Μελινός: Έχω ακούσει, Γερόντισσα, πως ήσασταν πολύ καλή κοπέλα …
Μ. Ξένη: Καλή ήμουν, παιδί μου. Δεν έκανα τίποτα κακό. Όλη μέρα το εργόχειρο είχα. Πήγα και λίγο στο σχολείο. Μέχρι την Τετάρτη. Μ’ έβγαλε ύστερα. «Δεν χρειάζονται πιο πολλά γράμματα» μου είπε.
Μ. Μελινός: Γερόντισσα, μετά από την πρώτη φορά που πήγατε στο Μοναστήρι, πότε ξαναπήγατε;
Μ. Ξένη: Ξαναπήγα με τη μητέρα μου, δε θυμάμαι πότε. Αυτό που θυμάμαι είναι πως μ’ άρεσε πολύ κι είπα μέσα μου: «Άχ τι ωραία που είν’ εδώ. Νά ’μουνα κι εγώ εδώ…» Αμέσως μόλις πήγα. Έ, φύγαμε μετά, ήρθαμε κάτω στην Αίγινα. Περάσανε χρόνια. Με πίεζε η μητέρα μου για κάποιο πρόσωπο. Να με αρραβωνιάσει. Γιώργο τόνε λέγανε. Το επίθετο δεν το θυμάμαι. Είχε μπακάλικο στην αγορά. Με ζόριζε η μάνα μου. Μού ’δωσε ένα ξύλο γερό, για να τον αρρεβωνιαστώ. Κι εγώ λέω: «Έτσι είναι; Θα φύγω! Θα πάω στο Μοναστήρι». Σηκώθηκα μια μέρα και της λέω:
– Θα πάω στη Δέσποινα, ν’ αρχίσω μια καινούργια δαντέλα. Πήρα το βελόνι, το κάρφωσα στο κουβάρι και φρρρτ! Το κάνω και φεύγω. Με τα πόδια πήγα. Τότε ήμουνα 16 χρονών. Πήγα κει και με δεχτήκανε οι αδελφές. Ήτανε μια Ακακία. Καλή, πολύ καλή. Παρουσιάστηκα στην Ηγουμένη, τη Γερόντισσα Ξένη, την τυφλή. Της είπα:
– Θέλω να μείνω εδώ, μ’ αρέσει!
Δεν ήξερα ούτε να μιλήσω καλά-καλά. Ένα αμόρφωτο παιδί ήμουνα. Με πήρε η Ηγουμένη και με πήγε στον Δεσπότη.
- Σεβασμιώτατε, του λέω, η μαμά μου με βιάζει ν’ αρρεβωνιαστώ, αλλά εγώ δεν θέλω. Εγώ θέλω να ζήσω εδώ, εν παρθενία …
- Παιδί μου, μου λέει, δεν είν’ εύκολο. Είναι δύσκολη η ζωή εδώ…
- Θα τα βγάλω πέρα, Σεβασμιώτατε.
- Η μητέρα σου το ξέρει ότι ήρθες εδώ; με ρώτησε.
- Όχι, Σεβασμιώτατε. Εγώ πήρα ένα βελόνι και κουβάρι κι είπα ότι θα πάω ν’ αρχίσω μια δαντέλα στη Δέσποινα. Και πήγα πιο πέρα και πέταξα το βελόνι, πέταξα και το κουβάρι και τράβηξα τον δρόμο μου …
- Ήξερες, παιδί μου, τον δρόμο για νά ’ρθεις;
- Είχα ακούσει, Σεβασμιώτατε, ότι από εδώ είναι ο δρόμος, του απαντώ. Και ήρθα.
- Κάθησε, λοιπόν, αφού επιμένεις να μη γυρίσεις, για να δούμε η μαμά σου τι θα κάνει.
Μ. Μελινός: Γερόντισσα, πώς ήταν ο Άγιος; Πώς κυκλοφορούσε στο Μοναστήρι;
Μ. Ξένη: Έτσι, με το σκουφάκι και μ’ ένα σταυρό μικρό. Ήταν μετρίου αναστήματος. Ψαρογένης. Κι η φωνή του ήταν γλυκιά. Λειτουργούσε πολύ ωραία. Κυκλοφορούσε παντού. Κατέβαινε και στην κουζίνα:
– Τι μαγειρεύετε, αδελφές; ρωτούσε χαμογελαστά.
– Φασόλια ή κουκιά, Σεβασμιώτατε.
– Και μένα θα μου φέρετε;
– Α, όχι Σεβασμιώτατε. Εσάς θα σας φτιάξουμε κάτι ιδιαίτερο.
– Όχι! Όχι! Κι εγώ θέλω απ’ αυτό.
Το Μοναστήρι τότε ήταν φτωχό. Πολύ φτωχό. Ελάχιστα πράγματα είχε. Περνάγαμε πολύ δύσκολα τότε. Εμένα μ’ είχανε και τσαγκάρη.
Μ. Μελινός: Έχω ακούσει ότι ο Άγιος έφτιαχνε παντόφλες.
Μ. Ξένη: Ναι … Έμαθα κι εγώ. Μ’ έμαθε μια αδελφή που εκείνος την είχε μάθει. Δεν θυμάμαι τώρα τ’ όνομά της. Με την Ευφροσύνη, θυμάμαι, ήμουνα στο ραφείο. Κι η Ακακία μ’ αγάπαγε πολύ. Η Χαριτίνη δε μ’ αγάπαγε. Στην αρχή όμως. Αργότερα δεθήκαμε πολύ. Έπαθε ζάχαρο. Και τα σκέφτηκε φαίνεται. Πήγε στη Γερόντισσα Ξένη και της είπε:
– Γερόντισσα, άμα φέρνουν τίποτα καραμέλες, να μου δίνετε και μένα το μερτικό μου.
– Χαριτίνη μου, τι να τις κάνεις εσύ με το ζάχαρο; Δεν κάνει.
Ήταν μια κυρία που ερχόταν και μας έφερνε γλυκά.
- Γερόντισσα, λέει η Χαριτίνη, έχω ένα μικρό και του τις δίνω.
Το μικρό ήμουν εγώ. Όλο το μίσος έγινε αγάπη (σ.σ. κλαίει η Γερόντισσα). Άχ, Χαριτίνη μου ….
Μ. Μελινός: Αστειευόταν, Γερόντισσα, ο Άγιος;
Μ. Ξένη: Όχι.
Μ. Μελινός: Πού έπαιρνε τον καφέ του; Πώς τον προτιμούσε;
Μ. Ξένη: Μέτριο. Τον έπινε στον πεύκο, πίσω από το κελλί του. Έπαιρνε ένα κάθισμα το απόγευμα και καθόταν. Συνήθως μόνος του. Καμιά φορά καθόταν μια καλογριά και τού ’κανε παρέα. Του είχα κάνει κι εγώ τον καφέ του. Ήμουνα στην κουζίνα. Το φαγητό, όμως, το πήγαινε μεγάλη αδελφή. Η Γερόντισσα Ευφημία τον περιποιείτο. Άμα του πήγαινε τίποτα ιδιαίτερο, την πείραζε:
– Γιατί, οσία Ευφημία, ιδιαίτερο; Γιατί;
Μ. Μελινός: Τι άλλο θυμάστε από τη ζωή σας τότε στο Μοναστήρι;
Μ. Ξένη: Κάποτε είχα πάει ασβέστη στον μάστορη. Κι ο μάστορης, καθώς δούλευε, με είχε πιτσιλίσει με τον ασβέστη. Ήταν απόγευμα. Σε λίγο σήμανε ο Εσπερινός. Έτρεξα να προλάβω. Στο «κατευθυνθήτω» βγήκε ο Σεβασμιώτατος να θυμιάσει. Στάθηκε μπροστά μου και μου είπε:
– Παιδί μου, θα πας να ντυθείς. Η Εκκλησία θέλει την αξιοπρέπειά της. Γιατί ήρθες έτσι, πιτσιλισμένη;
– Σεβασμιώτατε, έτρεξα να προλάβω να μη χάσω ούτε μία λέξη. Σκέφτηκα, ώσπου νά ’ρθω θα χάσω την Ενάτη. Γι’ αυτό ήρθα έτσι …
Πέρασε έτσι καιρός που ήμουνα στο Μοναστήρι. Η μητέρα μου, εν τω μεταξύ, έσχισε γη και ουρανό! Πού είμαι, τι έγινα; «Τι έγινε το παιδί μου, το κορίτσι μου;» έλεγε. Της είπαν ότι με είδαν ότι πήγαινα προς τα πάνω.
- Να πας να κάνεις μήνυση, της είπαν οι γειτόνοι, να βρεις το παιδί σου.
Πήγε λοιπόν στην Αθήνα κι έκανε μήνυση στον Άγιο! Πήγε στον δικαστή και του είπε:
- Το παιδί μου θέλω, το παιδί μου θέλω. Μου το πήρανε στο Μοναστήρι … Μου το κρατάνε …
Μ. Μελινός: Είπε, Γερόντισσα, γιατί σας πήραν στο Μοναστήρι;
Μ. Ξένη: Δεν είπε το γιατί. Έρχεται λοιπόν ο δικαστής στο Μοναστήρι.
Μ. Μελινός: Ήσασταν εκεί τότε, Γερόντισσα;
Μ. Ξένη: Εκεί ήμουνα. Ήμουνα στην κουζίνα.
Μ. Μελινός: Τον είδατε τον δικαστή;
Μ. Ξένη: Τον είδα.
Μ. Μελινός: Πώς ήταν;
Μ. Ξένη: Έ, ένας άνθρωπος άγριος. Μίλαγε πολύ αυστηρά. Πολύ αυστηρά.
Μ. Μελινός: Τι του είπε του Αγίου;
Μ. Ξένη: Του μίλησε πολύ άσχημα. Τον τράβηξε από τα γένια, από το ράσο, δεν θυμάμαι.
– Θα σε κλείσω φυλακή, γέρο, του λέει. Αν η κοπέλα έχει τίποτα, θα σε κλείσω φυλακή και το Μοναστήρι θα το κλείσω!
Μ. Μελινός: Δηλαδή η μητέρα σας, Γερόντισσα, πήγε και του είπε ότι ο Άγιος …
Μ. Ξένη: Ότι με ήθελε γιατί ήμουνα, λέει, όμορφη …
Μ. Μελινός: Αυτά είπε η μητέρα σας;
Μ. Ξένη: Ναι.
- Παιδί μου, του λέει ο Άγιος, θα σου αποκαλύψει ο Κύριος! Θα σου αποκαλύψει ο Κύριος …
Αλλά δεν ήξερε κι ο Άγιος τι και πώς … Οι καλόγριες εν τω μεταξύ, κλαίγανε οι κακόμοιρες. Κάνανε προσευχή. Άμα τελείωσε η ανάκριση, έστειλε και με φώναξαν στο Δεσποτικό. Εγώ ανησύχησα. Με πήρε μέσα στο δωμάτιο του ο Δεσπότης και μου λέει:
- Παιδί μου, είσαι κοριτσάκι. Έχεις καμιά συμπάθεια πουθενά; Μήπως σου συμβαίνει τίποτα; Πες μου την αλήθεια, γιατί εγώ κινδυνεύω για σένα. Θα με κλείσουνε φυλακή. Θα κλείσουνε και το Μοναστήρι …
- Πω, πω! Δυστυχία μου! Για μένα, Σεβασμιώτατε;
- Ναι, παιδί μου! Θα με πάνε φυλακή αν έχει συμβεί τίποτα κακό σε σένα … Διότι ο ανακριτής θα σε πάρει τώρα και θα σε πάει σε γιατρό, γιατί επιμένει η μητέρα σου. Αυτό θα σου λογιστεί μαρτύριο, παιδί μου. Αυτή τη φρικτή κατάσταση, θα την ξεπεράσεις με τη βοήθεια του Θεού. Να θυμάσαι την αγία Φεβρωνία που την γύμνωσαν και χλεύαζαν το παρθενικό της σώμα. Πες μου, παιδί μου, σού ’χει συμβεί τίποτα κακό;
Εγώ πίκρα, στενοχώρια … Έκλαιγα συνέχεια.
- Όχι πατέρα μου, του λέω, όχι Σεβασμιώτατε, δεν έχω τίποτε. Είμαι αγνή και καθαρή, σαν το απάτητο χιόνι!
Έτσι μού ’ρθε στο στόμα μου και του είπα: «Σαν το απάτητο χιόνι». Πώς μου ήρθε στο στόμα μου! Εκείνη τη στιγμή, γυρίζω πάλι και του λέω:
- Σεβασμιώτατε, σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις για τη μητέρα μου και δε λιώσει …
- Τι λες, παιδάκι μου; Θ’ αγανακτήσω; Μού ’στειλε ένα στέφανο ο Θεός και θα τον διώξω; Όχι παιδί μου, γιατί ν’ αγανακτήσω;
Μ. Μελινός: Μεγάλη κουβέντα, Γερόντισσα! Μόνο ένας Άγιος μπορούσε να το πει αυτό!…
Μ. Ξένη: Ναι, μόνο ένας Άγιος! Από το φαρμάκι που τού ’δωσε ο ανακριτής, να πει έτσι …
Μ. Μελινός: Εμείς οι μικροί αγανακτούμε, Γερόντισσα …
Μ. Ξένη: Γι’ αυτό έγινε Άγιος, παιδάκι μου. Τέτοιο σταυρό που σήκωσε …
Μ. Μελινός: Μερικοί τον συκοφαντούν και σήμερα …
Μ. Ξένη: Δεν πιστεύω τίποτα! Εγώ ξέρω ότι έρχονταν άρρωστοι και δαιμονισμένοι και γίνονταν πάνω στον τάφο του καλά! Πώς μπορούσαν να γίνονται καλά αν δεν ήταν Άγιος; Η Κράκαρη, αν την έχετε ακούσει, εδώ έγινε καλά. Η άλλη, η Κωνσταντίνα η μετέπειτα Ευπραξία, πώς έγινε καλά αν δεν ήταν Άγιος; Η Μητροδώρα πάλι το ίδιο. Έγινε καλά πάνω στον τάφο του αγίου.
Παιδί μου, το λέει η καρδιά μου. Ήταν πράγματι Άγιος! Το λέω και το πιστεύω. Τώρα, τι λένε αυτοί που τον συκοφαντούν, ας λένε …
Μ. Μελινός: Γερόντισσα, πού έγιναν οι ανακρίσεις;
Μ. Ξένη: Στο Γεροντικό.
Μ. Μελινός: Εκεί που είναι το δωμάτιό του;
Μ. Ξένη: Όχι. Αν σταθούμε στην εξωτερική πόρτα του Ιερού, βλέπουμε απέναντι ένα πορτάκι. Είν’ ένα μεγάλο δωμάτιο. Πάνω από τον τάφο του Αγίου. Εκεί που σήμερα προσφέρουν καφέ στους ξένους. Εκεί έγιναν οι ανακρίσεις. Να σας πω τώρα και κάτι άλλο για την καλή του την καρδιά. Όταν με πήρε παράμερα από τον ανακριτή και μου είπε «θα με πάνε φυλακή για σένα, πες μου την αλήθεια, παιδί μου, γιατί θα πέσει το βάρος σε μένα και θα μου κλείσει και το Μοναστήρι» κι εγώ του απάντησα «Σεβασμιώτατε, Πατέρα μου, είμαι αγνή και καθαρή σαν το απάτητο χιόνι», με πήρε και με πήγε στην είσοδο του σπιτιού του. Καθώς ανεβαίναμε τα σκαλοπάτια έχει πλακάκια κάτω, δεν ξέρω αν είναι ακόμα. Αμέσως μετά είναι η είσοδος. Εκεί ήταν ένας μπουφές. Άνοιξε ο Άγιος και πήρε ένα κουτάλι της σούπας. Κατέβασε και το βάζο με το βύσσινο και γέμισε το κουτάλι (σ.σ. η Γερόντισσα δακρύζει, καθώς το διηγείται).
– Έλα παιδί μου, μου λέει, έλα να σου δώσω λίγο γλυκό.
Σκέφτηκε ο Άγιος ότι με το γλυκό – μιάς κι ήμουνα παιδί – θα γλυκανθώ και δεν θα στενοχωριέμαι.
- Δεν πάει κάτω, Σεβασμιώτατε, δεν πάει κάτω.
- Θα πάει! Θα πάει! Ωραία θα πάει!
Μού ’δωσε λοιπόν το βύσσινο, σαν καλός παππούς. Τι να θυμηθώ και τι να ξεχάσω (σ.σ. κλαίει η Γερόντισσα). Αφού συνομιλήσαμε με πήρε από το χέρι και με πήγε στον ανακριτή. Του λέει:
- Σου παραδίδω την παρθένα! Να την προσέξεις ως τας κόρας των οφθαλμών σου! Διότι είναι αγνή! Δεν είναι όπως λέγει η μητέρα της …
Μ. Μελινός: Τι έγινε ύστερα, Γερόντισσα;
Μ. Ξένη: Με πήρε ο ανακριτής μαζί του στην Αθήνα.
Μ. Μελινός: Είχε και χωροφύλακες μαζί;
Μ. Ξένη: Δύο και τον γραμματικό του. Όταν φτάσαμε στην Αθήνα, με πήγε στην εισαγγελία.
Μ. Μελινός: Στον δρόμο, Γερόντισσα, τι σας έλεγε;
Μ. Ξένη: Τώρα θα δεις τι θα πάθεις!…
Μ. Μελινός: Αφού φτάσατε στην εισαγγελία τι έγινε;
Μ. Ξένη: Με πήρε ο κλητήρας και με πήγε σε γιατρό γυναικολόγο. Μ’ εξέτασε. Μας έδωσε έκθεση γιατρού. Χαρτί. Γραφτά. Το πήρε ο ανακριτής. Μόλις τό ’μαθε η μητέρα μου είπε: «α! της είχανε δώσει λεφτά και τον πληρώσανε κι είπε πως είναι αγνή»! Εγώ δεν είχα, το έρημο, ούτε δεκάρα να πάρω ένα κουλούρι. Να πάρω ένα κουλουράκι δεν είχα. Βάλανε γυναίκα στην εισαγγελία και μ’ έψαξε για να δει αν είχα λεφτά πάνω μου. Δεν είχα τίποτα. «Αυτό, είπε η γυναίκα, δεν έχει ούτε πεντάρα πάνω του». Ύστερα με πήγανε και σ’ άλλο γιατρό. Την άλλη μέρα, για να βεβαιωθούνε. Μ’ εξέτασε κι αυτός. Έδωσε κι αυτός έκθεση.
Τα πήρα και τα δυο χαρτιά των γιατρών και μ’ έβαλαν στο καράβι, για να γυρίσω. Είχε πει στον ανακριτή ο Άγιος «θα μου στείλεις το κορίτσι πίσω». Πίσω γύρισα ύστερα από οχτώ ημέρες.
Οι καημένες οι αδελφές από την μεγάλη τους αγάπη στο πρόσωπο του Αγίου, στεναχωρέθηκαν τόσο πολύ, που με θεώρησαν υπεύθυνη για την αναστάτωση. Ότι δηλαδή στενοχωρήθηκε εξαιτίας μου. Γι’ αυτό και δεν θέλησαν να με κρατήσουν από την αρχή πάνω. Τις δικαιολογώ. Είχανε πικρανθεί πολύ. Είχανε μια γνωστή κυρία, την κυρία Βασιλική Ζανετή και την κόρη της Ελένη και με πήγαν εκεί. Ώσπου να ησυχάσουν τα πράγματα. Δεν τα θυμάμαι και καλά, είναι τόσα πολλά.
Μ. Μελινός: Πότε πήγατε στο Μοναστήρι; Οι ανακρίσεις πότε έγιναν;
Μ. Ξένη: Στο Μοναστήρι πήγα το 1918, για να μείνω. Το 1919 γίνανε τα επεισόδια. Ήρθε ο ανακριτής κι έκανε το Μοναστήρι άνω – κάτω. Με στείλανε, λοιπόν, σε αυτό το σπίτι, για να με φιλοξενήσει ίσαμε να ηρεμήσουν οι καλόγριες. Κοντά στην Παναγίτσα, στην Αίγινα. Ήταν πολύ καλή η κυρία Βασιλική. Πήγαινα στην εκκλησία τακτικά. Και στο Μοναστήρι πήγαινα με τα πόδια.
Μ. Μελινός: Η Ηγουμένη Ξένη ήταν καλός άνθρωπος, Γερόντισσα;
Μ. Ξένη: Πολύ καλή. Πάρα πολύ καλή! Μ’ αγάπαγε πολύ. Όταν ήμουν στο σπίτι της κυρίας Ζανετή, ανέβαινα τις Κυριακές στο Μοναστήρι, όπως σας είπα. Την έφερναν την Ηγουμένη σ’ απόμερο μέρος για να με δει. Ήταν ακόμη στενοχωρημένες οι καλογριές … Δεν είχαν ηρεμήσει. Καθόταν, θυμάμαι, πάνω σ’ ένα βαρελάκι που παίρνανε νερό και κουβεντιάζαμε. Της έλεγα:
– Πότε, μανούλα μου, θα με πάρετε; Πότε θα με πάρετε;
– Έ, σιγά-σιγά παιδί μου σιγά σιγά … Κάνε υπομονή, μού λεγε.
Αργότερα έμεινα και στης κυρίας Ζέρβα το σπίτι. Περάσανε κάμποσοι μήνες. Ειρήνεψαν οι αδελφές και πήγα στο Μοναστήρι. Επενέβη κι η κυρία Αθανασία Αβέρωφ. Με λυπόταν. Ξαναπήγα. Ζούσε η Γερόντισσα Ξένη ακόμα.
Μ. Μελινός: Γίνατε αμέσως Μοναχή;
Μ. Ξένη: Όχι. Έκανα ό,τι μου λέγανε.
Μ. Μελινός: Πότε γίνατε Μοναχή;
Μ. Ξένη: Ήρθε ο Δεσπότης ο Χρυσόστομος απ’ την Αθήνα (σ.σ. πρόκειται για τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, που διαδέχτηκε τον Άγιο στη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής). Αυτός ο ίδιος μ’ έκανε ρασοφόρα. Ήταν πολύ καλός. Τον πλησίασα και του είπα:
– Σεβασμιώτατε, έχω τόσα χρόνια μέσα στο Μοναστήρι. Δεν κάνει κι εμένα να μου δώσουν ένα όνομα, μια ευχή;
Μ. Μελινός: Δεν φορούσατε ράσα ως τότε, Γερόντισσα;
Μ. Ξένη: Όχι. Εφόραγα γκρί ρούχα. Σεμνά Βέβαια.
– Καλά, μου είπε ο Δεσπότης, καλά. Άμα σε φωνάξω αύριο στη Λειτουργία, νά ’ρθεις εδώ μπροστά στην Ωραία Πύλη.
Την άλλη μέρα λοιπόν, αφού τελείωσε η Λειτουργία, φωνάζει από την Ωραία Πύλη.
- Πού είναι η Μαρία; Πού είναι η Μαρία; Πού είναι η μικρή;
- Εδώ είμαι, Σεβασμιώτατε.
- Έλα εδώ, παιδί μου, μου λέει.
Πήγα κοντά και μου διάβασε την ευχή της ρασοφόρου.
Μ. Μελινός: Γνωρίζατε, Γερόντισσα, ότι θα σας ονομάσει Ξένη;
Μ. Ξένη: Όχι. Ξαφνικά. Έτσι έγινα Μοναχή.
Μ. Μελινός: Έχω μια απορία, Γερόντισσα. Η μητέρα σας τι απέγινε; Δεν τη συναντήσαμε από την εποχή της συκοφαντίας κι έπειτα.
Μ. Ξένη: Όταν αποδείχτηκε η αθωότητα, της είπε ο ανακριτής:
– Δεν ντρέπεσαι, παλιόγρια, να βγάλεις το κορίτσι σου ανήθικο … Θα σε κάνω εξορία!
Αυτά της τά ’πε στην Αθήνα, στην εισαγγελία. Ύστερα, έκανε χαρτί και την έστειλε εξορία. Την έδιωξε από την Αίγινα.
Μ. Μελινός: Μήπως, Γερόντισσα, είχε προσβληθεί από πονηρό πνεύμα η μητέρα σας, και συμπεριφερόταν έτσι;
Μ. Ξένη: Ξέρω ’γω, παιδί μου; …
Μ. Μελινός: Κρατάτε κακία σήμερα στη μητέρα σας, Γερόντισσα, που σας ταλαιπώρησε τόσο πολύ;
Μ. Ξένη: Τι κακία νά ’χω, παιδί μου! Πίκρα αισθάνομαι μόνο. Γιατί να τα δημιουργήσει αυτά όλα;
Μ. Μελινός: Την έχετε συγχωρέσει, Γερόντισσα, μέσα σας;
Μ. Ξένη: Ναι! Τη συγχωρώ, αλλά η πίκρα είναι μέσα μου. Ας την αναπάψει ο Θεός! Κι ο Άγιος που δεν αγανάκτησε καθόλου …
Μ. Μελινός: Γερόντισσα, τ’ όνομα Φραγκούδη τι σημαίνει;
Μ. Ξένη: Ήταν πατριός μου ο Σταύρος Φραγκούδης. Ο δεύτερος σύζυγος της μητέρας μου. Ο πρώτος ήταν ο Θανάσης ο Κούδας. Εμείς είμαστε από τον πρώτο. Κι από το δεύτερο είχε, αλλά πεθάνανε. Είμαστε οχτώ παιδιά. Ο Φραγκούδης ήταν από τη Θάσο. Ήταν πολύ καλός.
Μ. Μελινός: Πότε φύγατε από το Μοναστήρι;
Μ. Ξένη: Όταν κοιμήθηκε η Γερόντισσα Ξένη, στα τρία χρόνια από τον Άγιο, πήγα στη Γερόντισσα Κασσιανή, στην Επισκοπή. Αργότερα παρακάλεσα και με βοήθησε ο π. Λαυρέντιος κι η Μαρδικούλα Καλαμάκη και πήγα εκκλησάρισσα στην Αγία Βαρβάρα. Έκατσα εκεί πάνω από είκοσι χρόνια.
Μ. Μελινός: Γερόντισσα, αν σήμερα βλέπατε τον Άγιο, ύστερα από 67 χρόνια πόνου και στεναχώριας, τι θα του λέγατε;
Μ. Ξένη: Τι θα τού ’λεγα, παιδί μου … (σ.σ. κλαίει η Γερόντισσα). Ένα ευχαριστώ μόνο θα τού ’λεγα, που δεν μου έκανε κακό! Που δε μ’ εκδικήθηκε για τη συκοφαντία που σήκωσε εξ αιτίας μου …
Μ. Μελινός: Γερόντισσα, λένε πως ήσασταν καλλονή στα χρόνια εκείνα!
Μ. Ξένη: Τώρα τι είμαι παιδί μου …
Μ. Μελινός: Τώρα είσαστε ένας άνθρωπος του Θεού, που κοντεύετε να πάτε στον Ουρανό κι έχω την ταπεινή γνώμη πως θα σας πάρει κοντά Του ο Θεός κι ο Άγιος Νεκτάριος! Δοκιμαστήκατε πολύ στη ζωή σας και πιστεύω δικαιωθήκατε …
Μ. Ξένη: Ας με ελεήσει ο Κύριος …
Μ. Μελινός: Τι λέτε στον Άγιο, Γερόντισσα, τώρα που κοιτάζετε τη φωτογραφία του; Τι ήταν για σας; (σ.σ. κάποια στιγμή έδειξα στη Γερόντισσα μια φωτογραφία του Αγίου Νεκταρίου που είχα μαζί μου. Την πήρε με λαχτάρα στα χέρια της κι άρχισε ένα κλάμα βουβό. Τον κοίταζε με το παράπονο μικρού παιδιού και κάτι ψέλλιζε. «Στεναγμούς αλαλήτους» άφηνε συνεχώς. Το στιγμιότυπο, φίλε αναγνώστη, ήταν συγκλονιστικό! Η συγκλονιστικότερη ασφαλώς εμπειρία μου, μέσα σ’ όλη την έρευνα – επικοινωνία! Ρίγησα. Ριγώ πάντα όταν θυμάμαι αυτή την τραγική σκηνή).
Μ. Ξένη: (κλαίγοντας) Το πάν! Τι πίκρα ήπιε από μένα! Τι πίκρα ήπιε από μένα …
Μ. Μελινός: Τι του λέτε, Γερόντισσα, τώρα που ψιθυρίζετε;
Μ. Ξένη: Να με πάρει κοντά του! Να με πάρει γρήγορα , γιατί δεν αντέχω άλλο! Δεν μπορώ, παιδί μου, αυτή τη ζωή! Δεν μπορώ αυτή τη ζωή … Είμαι στο αναπηρικό καροτσάκι 4-5 χρόνια. Ακίνητη. Έχω δυο εγχειρίσεις από τη μέση μέχρι το γόνατο. Κάθομαι συνέχεια και κλαίω και πονώ. Πώς κατάντησα; Πώς έγινα έτσι; Πολλές φορές στη χάρη του, που κατεβάζουν την αγία Κάρα στη Μητρόπολη; την αγκαλιάζω και κλαίγοντας μονολογώ. Κανείς δεν ξέρει τον πόνο της καρδιάς μου …
Μ. Μελινός: Γερόντισσα, με τόσες πίκρες στη ζωή σας – συγνώμη για την ερώτηση – μετανιώσατε που ακολουθήσατε αυτό το δρόμο;
Μ. Ξένη: Όχι! Δεν μετάνιωσα.
Μ. Μελινός: Δηλαδή αν ξαναγεννιόσαστε, πάλι Μοναχή θα γινόσαστε;
Μ. Ξένη: Ναι! Πάλι Μοναχή. Με την καρδιά μου!
Μ. Μελινός: Γερόντισσα, αισθάνομαι ευγνωμοσύνη που είχατε την καλοσύνη και την υπομονή να καταθέσετε όλα τούτα τα πολύτιμα στοιχεία. Σας ευχαριστώ από την καρδιά μου!
Μ. Ξένη: Την ιστορία μου, αυτά όλα που σας είπα, δεν τά ’χω πει ποτέ άλλοτε!
Μ. Μελινός: Εσείς, Γερόντισσα, με τόση παρρησία στον Άγιο Νεκτάριο, τι του λέτε – αν επιτρέπεται – στις προσευχές σας;
Μ. Ξένη: Τον παρακαλώ να μεσιτεύσει, να με πάρει ο Θεός κοντά του γρήγορα! Δεν μπορώ άλλο. Θέλω να φύγω πιά. Και για όσα έχω περάσει. Και για τις αρρώστιες μου. Για όλα. Δεν αντέχω άλλο …
*Μανώλη Μελινού, Μίλησα με τον Άγιο Νεκτάριο, Συνεντεύξεις με 30 + 1 ανθρώπους που τον γνώρισαν, σελ. 83-106.