
Πέμπτη του Μεγάλου Κανόνος
Την Πέμπτη της Ε΄ Εβδομάδος των Νηστειών κατά αρχαία παράδοση ψάλλουμε την Ακολουθία του Μεγάλου Κανόνος.
Η ζωή του πιστού μέσα στην Εκκλησία είναι μία διαρκής κίνηση, μια πορεία που αρχίζει από τη βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητος μέχρι τη γλυκιά ελπίδα της σωτηρίας. Από το «ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» στο «μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Έτσι, λίγο πριν φθάσουμε στο τέλος της Μεγάλης Τεσσαροκοστής οι θεοφόροι Πατέρες θέσπισαν να διαβάζεται ο Μέγας Κανόνας, που είναι ένα θαυμάσιο έργο κατανύξεως και σαν ένας ποταμός κλαυθμού και δακρύων πηγάζει μέσα από την Αγία Γραφή. Ο συγγραφέας του, Άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης και Επίσκοπος Κρήτης, αντλεί το θέμα του μέσα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και προβάλλει άλλοτε τις καλές και άλλοτε τις κακές πράξεις κατηγορώντας τον εαυτό του, που δεν έγινε μιμητής των καλών, αλλά και που δεν κατόρθωσε να αποφύγει τις κακές και πονηρές πράξεις. Με τη δυνατή του πένα συμβουλεύει τον καθένα να αποφύγει το κακό και να επιστρέψει στον Θεό, κάτι που κατορθώνεται μόνο με δάκρυα και έμπρακτη μετάνοια.
Ο Άγιος Ανδρέας υπήρξε ένα θαυμάσιος εκκλησιαστικός ρήτορας. Εγκωμίασε με ιερό πάθος την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και άλλους Αγίους. Ο λόγος του, όπως παρατηρούν οι διάφοροι μελετητές των έργων του, ήταν ζωντανός, γοργός και χειμαρώδης. Γνώριζε καλά τα μυστικά της ρητορικής τέχνης και ήταν βαθύς γνώστης της Αγίας Γραφής και μάλιστα της Παλαιάς Διαθήκης. Εκεί, όμως, που διέπρεψε περισσότερο είναι η εκκλησιαστική ποίηση, αφού είχε λάβει από τον Θεό το χάρισμα να συντάσσει ύμνους. Αναδείχθηκε ένας από τους μεγάλους και εμπνευσμένους υμνογράφους της Εκκλησίας. Το έργο, όμως, που τον καθιέρωσε ως ποιητή και υμνογράφο είναι ο γνωστός «Μέγας Κανών», που διαβάζεται τη Μεγάλη Σαρακοστή και είναι ένα αριστούργημα της χριστιανικής γραμματείας.
Σύμφωνα με το διάγραμμα του Μεγάλου Κανόνα στην αρχή διεκτραγωδείται η ψυχική κατάσταση του αμαρτωλού ανθρώπου, παρουσιάζεται διαδοχικά η συναίσθηση της αμαρτωλότητας, η μετάνοια, τα δάκρυα, η εξομολόγηση και, τέλος, η «ἐν Χριστῷ» ζωή. Ολόκληρος ο Μεγάλος Κανόνας, που αποτελείται από εννέα ωδές, έντεκα ειρμούς και διακόσια πενήντα τροπάρια, γι’ αυτό και ονομάστηκε «Μέγας», είναι ένα εγερτήριο σάλπισμα μετανοίας, συντριβής και κατανύξεως. Πρωτίστως, όμως, είναι μαρτυρία και μήνυμα ζωής κατά Χριστόν στην πιο γνήσια και δυναμική της μορφή. Με άλλα λόγια, είναι η ποιητική καταγραφή της λυτρωτικής περιπέτειας του ανθρώπου από το σκοτάδι στο φως, από την απόγνωση στην ελπίδα, από τον θάνατο στη ζωή. Δεν απευθύνεται μόνο στον πνευματικό άνθρωπο, αλλά ξεχύνει το άρωμα της κατανυκτικής δροσιάς του σε όλους, ακόμα και στους αδιάφορους και σκληρόκαρδους. Στην αρχή ο Άγιος Ανδρέας με μεγάλη ταπείνωση προβάλλει την απορία του από ποιο αμάρτημα να ξεκινήσει να γράφει τον ύμνο του: «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τὰς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;». Στην ουσία, είναι θρήνος μαζί και ύμνος. Ιστορημένη η ψυχή μας με τη δραματική συνείδηση του αθλίου της βίου και μαζί, πριν προλάβει να κυριαρχήσει μέσα της η απόγνωση, αναπηδά αυθόρμητη η καταφυγή και η αίτηση: «δὸς παραπτωμάτων ἄφεσιν» και έπειτα πηγαία η βεβαιότητα «τῆς Χριστοῦ εὐσπλαχνίας». Και ο υπέροχος αυτός πολύστροφος Μέγας Κανόνας κλείνει με το ωραιότατο κοντάκιο που είναι ένα εγερτήριο σάλπισμα: «Ψυχή μου, ψυχή μου. Ἀνάστα, τί καθεύδεις;».
Πηγή: ΙΩΑΝΝΑ Δ. ΚΑΤΣΟΥΛΛΑ, «Μορφές από το Συναξάρι», Αθήνα, 2017.