
Το σημερινό ευαγγέλιο μας διδάσκει πως οι προσπάθειες των ανθρώπων είναι μάταιες, αν ο Θεός δεν βοηθήσει. Οι απόστολοι του Χριστού ψάρευαν, μα δεν έπιαναν τίποτα. Όταν ο Χριστός, όμως, τους είπε να ξαναρίξουν τα δίχτυα στη θάλασσα, έπιαναν τόσα ψάρια, ώστε τα δίχτυα δεν άντεχαν το βάρος τους και σκίζονταν.
Ας παρακολουθήσουμε τη διήγηση: « Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους» (Λουκ. ε’ 1-3). Αυτό ήταν ένα από τα περιστατικά που γίνονταν όταν συνάζονταν μεγάλα πλήθη για ν’ ακούσουν τον λόγο του Θεού από τα χείλη του Χριστού. Για να Τον βλέπουν και να Τον ακούν όλοι, δε θα μπορούσε να διαλέξει καλύτερο τόπο από μια βάρκα. Στην παραλία υπήρχαν δύο πλοιάρια κι οι ψαράδες ασχολούνταν με το πλύσιμο των διχτυών. Το πλοιάριο, όπου μπήκε ο Κύριος, ανήκε στον Σίμωνα, τον μετέπειτα απόστολο Πέτρο. Ο Κύριος ζήτησε από τον Σίμωνα ν’ απομακρύνει λίγο το πλοιάριο από την αμμουδιά κι έπειτα κάθισε εκεί κι άρχισε να διδάσκει τα πλήθη.
Στη συνέχεια, ο Κύριος χρησιμοποιεί όλα τα πλάσματά Του(ψάρια) για να επαναφέρει τον άνθρωπο στον δρόμο που έχασε, να τον αφυπνίσει, να τον διεγείρει και να τον υψώσει πάλι στην πρότερά του αξία και δόξα. «Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν.» (Λουκ. ε’ 4). Με κάθε θαύμα Του ο Θεός θέλει να θυμίσει στους ανθρώπους πρώτο, πως παρακολουθεί τον κόσμο, τον κυβερνά με την παντοδύναμη θέλησή Του και τη σοφία Του· δεύτερο, πως οι άνθρωποι δεν μπορούν χωρίς Εκείνον να κάνουν τίποτα. Καμιά προσπάθεια δεν μπορεί να ευοδωθεί χωρίς τη βοήθεια του Θεού.
«Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν.Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά.» (Λουκ. ε 5-7)
Ο Θεός δεν ανταμείβει ποτέ τους κόπους των ανθρώπων τόσο πολύ, όσο ανταμείβει μια υπάκουη καρδιά. Η ολοπρόθυμη υπακοή του Πέτρου αποδείχτηκε πολύ μεγάλη, από το γεγονός ότι έθεσε αμέσως σε εφαρμογή τα λόγια του Χριστού, μ’ όλο που πρέπει να ήταν κατάκοπος και άυπνος, μούσκεμα και απογοητευμένος, μετά από μια νύχτα άκαρπης προσπάθειας. Γι’ αυτό και η υπακοή του ανταμείφθηκε αμέσως από το έλεος του Χριστού και την υπακοή των ψαριών, αφού Εκείνος που δημιούργησε τα ψάρια, τους έδωσε εντολή με το πνεύμα Του να συγκεντρωθούν και να γεμίσουν τα δίχτυα. Και γέμισαν τόσο πολύ, ώστε από το βάρος των ψαριών κινδύνευαν να βουλιάξουν. Κι ίσως να είχαν βουλιάξει, αν δεν ήταν κοντά τους ο Κύριος.
«Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. ε’ 8-10). Γεμάτος δέος από το αναπάντεχο θέαμα και συναισθανόμενος την αμαρτωλότητά του έναντι της αγιότητας του Κυρίου, ο Πέτρος έπεσε γονατιστός στα πόδια του Χριστού. Το περιστατικό αυτό συγκλόνισε τον Σίμωνα ως τα τρίσβαθα της ψυχής του, γι’ αυτό και στη συνέχεια δεν ονόμασε πια τον Ιησού «επιστάτη» όπως πριν, αλλά «Κύριο». Η αίσθηση αυτή της αμαρτωλότητας ενώπιον του Θεού είναι μια πολύτιμη πέτρα για την ψυχή. Ο Κύριος την εκτιμά περισσότερο απ’ όλους τους τυπικούς ύμνους δοξολογίας κι ευχαριστίας. Η αίσθηση της αμαρτωλότητας είναι το ξεκίνημα στο δρόμο της σωτηρίας του ανθρώπου.
Στον φόβο που ένιωθε ο Πέτρος, καθώς γονάτιζε μπροστά Του, ο εύσπλαχνος και πάνσοφος Κύριος απάντησε: «μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» (Λουκ. ε’ 10). Ο κόσμος αυτός είναι μια θάλασσα γεμάτη πάθη, η Εκκλησία μου είναι πλοίο και το Ευαγγέλιό μου δίχτυ, όπου θ’ αλιεύσεις ανθρώπους. Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα. Μαζί μου όμως θα έχετε τόσο καλές ψαριές, που θα γεμίσουν τα δίχτυα σας. Φτάνει να είστε υπάκουοι σε μένα, όπως κάνατε και σήμερα. Και τότε δε θα σας φοβίζει κανένα βάθος και ποτέ δε θα γυρίσετε με άδεια χέρια από το ψάρεμα.
«Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.» (Λουκ. ε’ 11). Εγκατέλειψαν τα πλοιάρια. Ας τα πάρουν άλλοι κι ας τα κάνουν ό,τι θέλουν. Ο Πέτρος άφησε και το σπίτι του και τη γυναίκα του. Ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης άφησαν το σπίτι και τον πατέρα τους. Κι όλοι τους τον ακολούθησαν. Για ποιό λόγο να στενοχωρηθούν; Η τροφή και το ντύσιμο είναι το ελάχιστο που έχουν να φροντίσουν. Εδώ ο Κύριος τους καλεί στο μέγιστο: Στη βασιλεία του Θεού. Όταν μπορεί να τους δώσει το μέγιστο, είναι δυνατό να μην μπορέσει να τους δώσει το ελάχιστο;
Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Β’ – ΟΜΙΛΙΕΣ Ε’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2013» (το κείμενο παρατίθεται διασκευασμένο σε μικρότερη έκταση).