
Η ανάσταση της κόρης του Ιάειρου και η θεραπεία της αιμορροούσης
Το ευαγγέλιο της Κυριακής Ζ΄ Λουκά αναφέρεται στην ασθένεια, τον θάνατο, την ανάσταση, αλλά και την πίστη. Όταν γεννιέται η κόρη του Ιαείρου, η γυναίκα ασθενεί και αρχίζει να αιμορραγεί για δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Όταν πεθαίνει η δωδεκάχρονη κόρη, η αιμορροούσα γυναίκα γιατρεύεται. Και όταν ανασταίνεται η νεαρή κόρη, πορεύονται πλέον και οι δύο με ειρήνη για τη νέα ζωή της Βασιλείας του Θεού. Κοινή παράμετρος των δύο θαυμάτων η μεγάλη πίστη. Η αιμορροούσα ήταν τόσο σίγουρη για την ίασή της, που άγγιξε μόνο την άκρη του χιτώνα του Ιησού και γιατρεύτηκε, γι’ αυτό και ο Χριστός επαινεί την πίστη της. Αλλά και ο αρχισυνάγωγος ξεπερνά τις προκαταλήψεις και τα σχόλια των Εβραίων και, παρά το αξίωμά του, γονατίζει ταπεινά και με πίστη μπροστά στον Χριστό παρακαλώντας Τον να σώσει την ετοιμοθάνατη κόρη του. Ακόμη κι όταν φτάνει η είδηση ότι η κόρη του πέθανε, οδηγεί στην οικία του τον Χριστό, ο οποίος τον ενισχύει λέγοντάς του: «Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε και θα σωθεί». Και η ανάσταση πραγματοποιείται μπροστά στα έκπληκτα μάτια των οικείων του.
Ο άνθρωπος στέκεται πάντοτε με δέος μπροστά στο μυστήριο του θανάτου, διότι διαλύει το πρόσωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι μια παρά φύση κατάσταση που αναιρεί το έργο του Θεού, τον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» αθάνατο άνθρωπο. Εισήλθε στον κόσμο λόγω της πτώσης των πρωτοπλάστων, που ήταν ουσιαστικά η ελεύθερη επιλογή τους να αυτονομηθούν από τον Θεό και να επιδιώξουν εγωιστικά τη θέωσή τους χωρίς τη βοήθειά του. Όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος «δι᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ πάντες ἥμαρτον·» (Ρωμ. 5.12). Ο Θεός, όμως, δεν άφησε το σχέδιο της σωτηρίας των ανθρώπων να ματαιωθεί εξαιτίας του φθόνου του διαβόλου και της αμαρτίας, αλλά έδωσε λύση στο ανθρώπινο δράμα διά της ενανθρωπήσεως του Υιού του, ο οποίος «παρεδόθη (εις θάνατον) διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη (αναστήθηκε) διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν» (Ρωμ. 4.25). Λόγω του Σταυρού και της Ανάστασης του Χριστού ο θάνατος νικήθηκε και θα καταργηθεί οριστικά κατά τη Δευτέρα Παρουσία (Α΄ Κορ. 15.26, 51-55). Πλέον, ο Χριστός μάς διαβεβαιώνει ότι ο θάνατος είναι το πέρασμα από την πρόσκαιρη στην αιώνια ζωή, λέγοντας: «ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». (Ιω. 5.24).
«Μὴ φοβοῦ μόνον πίστευε καὶ σωθήσεται», λέει ο Ιησούς στον Ιάειρο μόλις ακούγεται η είδηση του θανάτου της κόρης. Αυτό το «Μὴ φοβοῦ» τον θάνατο, απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους που πιστεύουν στον Χριστό, εφόσον ο Κύριος διαβεβαιώνει ότι: «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ιω. 11.25-26). Ο φόβος, βέβαια, της ασθένειας και του θανάτου, αλλά και ο πόνος στον θάνατο προσφιλών προσώπων είναι φυσιολογικός, όμως για τους χριστιανούς δεν μπορεί νά’ ναι εμπειρία τρόμου και απελπισίας, αλλά εμπειρία ελπίδας, που πηγάζει από τον Αναστάντα Χριστό.
Ζούμε σήμερα ως ανθρωπότητα την ασθένεια και τον θάνατο με τη μορφή της πανδημίας του κορονοϊού. Η έγνοια μας, για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας, αλλά και τους συνανθρώπους μας, μάς υποβάλλει την τήρηση κάποιων μέτρων προφύλαξης. Πολύ ορθά ενεργούμε τηρώντας τις συμβουλές των επιστημόνων, κινούμενοι από αγάπη για τον συνάνθρωπό μας, αλλά και υπακοή στον Χριστό, που μας προτρέπει να μην εκθέτουμε τον εαυτό μας σε κίνδυνο, για να δοκιμάσουμε τον Θεό (Ματθ. 4.7). Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνούμε ότι τη ζωή μας δεν την κρατάμε στα δικά μας χέρια. Η ζωή μας βρίσκεται στα χέρια του Θεού, γι’ αυτό κάθε μέρα που ξημερώνει σε τέτοιους δύσκολους καιρούς είναι μέρα προσωπικού αγώνα, για να δυναμώσουμε την εμπιστοσύνη μας προς τον Θεό. Μέσω της συμμετοχής στις ακολουθίες της Εκκλησίας και της προσωπικής προσευχής κοινωνούμε με τον Θεό και οικειωνόμαστε τη χάρη Του. Έτσι, μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τη γενική ανησυχία που κυριαρχεί γύρω μας και τους κακούς λογισμούς που μας ζώνουν, όταν η ασθένεια και ο θάνατος μας πλησιάζουν. Όταν ο Κύριος απέστειλε τους μαθητές Του να κηρύξουν το ευαγγέλιο της Βασιλείας των Ουρανών, τους είπε ότι θα υποστούν μεγάλες κακουχίες από τους ανθρώπους και θα φτάσουν μέχρι τον θάνατο. Τους συμβούλευσε, όμως, να μη φοβηθούν, διότι όλη η ζωή τους βρίσκεται στα χέρια του Θεού, δίνοντάς τους και μια σύγκριση: «Δύο σπουργίτια», τους λέει, «πωλούνται ένα ασσάριο (δηλαδή ένα ασήμαντο ποσό) και το ένα από αυτά δεν πέφτει να πεθάνει χωρίς τη θέληση του Πατρός μου. Οι τρίχες της κεφαλής σας είναι μετρημένες», τους αποκαλύπτει, εννοώντας ότι ο Θεός προνοεί και για τις λεπτομέρειες της ζωής των πιστών, «γι’ αυτό μη φοβάστε διότι ως μαθητές μου είστε πολύ σπουδαιότεροι από τα σπουργίτια» (Ματθ. 10.29-31). Κι εμείς, ως χριστιανοί είμαστε παιδιά του Θεού, γι’ αυτό δεν χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στον Κύριο, αλλά σε κάθε δυσκολία αγωνιζόμαστε να Τον πλησιάσουμε ακόμη περισσότερο. Εξάλλου, τα θαύματα του ευαγγελίου μάς βεβαιώνουν ότι ο Χριστός είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, ο οποίος με την έλευσή Του άρχισε να ανακαινίζει τον κόσμο της αμαρτίας και της φθοράς. Όσο ζούμε την αγάπη, που είναι ο ίδιος ο Θεός, μέσα στη χάρη της Εκκλησίας μας, μπορούμε να αντιμετωπίζουμε με θάρρος τις δοκιμασίες της ζωής και να πορευόμαστε προς τον αγιασμό μας μέσα στον καινούριο κόσμο της Βασιλείας Του.