
ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΠΤΩΧΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή διαβάζουμε μια πολυσήμαντη παραβολή, η οποία προέρχεται από το αδιάψευστο στόμα του Χριστού μας!
Κάποιος άνθρωπος ήταν πολύ πλούσιος, απολάμβανε τον πλούτο του καθημερινά, με μια ζωή γεμάτη "ανέσεις", χρήματα, φαγητό, ποτά, χορούς, άμαξες κ.α. Ζούσε ένα βίο που, για την σημερινή υλιστική και φιλήδονη κοινωνία μας, φαντάζει ιδανικός. Ζούσε, λοιπόν, μέσα στη χλιδή. Νόμιζε πως είχε τα πάντα, πλούτη, υγεία, δόξα, ενώ, όπως θα δούμε, τίποτα δεν είχε.
Έξω από το υπερπολυτελές σπίτι του υπήρχε ένας πάμφτωχος και ασθενικός άνθρωπος, ο οποίος ονομαζόταν Λάζαρος. Παρατηρούμε εξ αρχής ότι ο Κύριός μας, δίνει όνομα στον ταλαίπωρο αυτό άνθρωπο ενώ στον πλούσιο τον αφήνει ανώνυμο. Του δίνει όνομα γιατί παρά την φτώχεια και τις δυσκολίες του δεν χάνει την ανθρωπιά του. Αντίθετα, ο πλούσιος μένει ανώνυμος και απρόσωπος διότι περικλείεται στον φίλαυτο εγωκεντρισμό του και μένει ακοινώνητος με τον Θεό και τον συνάνθρωπό του.
Ο φτωχός Λάζαρος μένει εκούσια απαρατήρητος από τον σκληρόκαρδο πλούσιο και παλεύει να επιβιώσει. Για τροφή του έχει τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι τού πλουσίου και των συγγενών του. Ως ιατρική περίθαλψη έχει τα σκυλιά της γειτονιάς που του έγλυφαν τις πληγές του. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε πως ο Λάζαρος παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, σηκώνει τον μαρτυρικό Σταύρο του με υπομονή, ταπείνωση, σιωπή και δοξολογία.
Αμέσως ο ανθρώπινος νους γεννά το εξής ερώτημα: «Μα που είναι ο Θεός; Γιατί ο Θεός αφήνει τον πιστό δούλο του να ταλαιπωρείται;» Ο σύγχρονος άνθρωπος θέλει να ταυτίσει τον Θεό με την ευμάρεια. Όποιος έχει υγεία, πλούτη, ευήμερη και άνετη ζωή είναι ευλογημένος από τον Θεό. Όποιος πάλι είναι ταλαιπωρημένος, σταυρωμένος από τις θλίψεις και τα καρφιά της καθημερινότητας τότε έχει την απουσία του Θεού. Αυτή η υλιστική θέση δεν έχει καμία σχέση με το πνεύμα του ευαγγελίου και τον λόγο του Κυρίου μας. Η παρουσία του Θεού βιώνεται και στις δύο καταστάσεις της ανθρώπινης τρεπτότητας. Και στη φτώχεια και στον πλούτο. Και στις χαρές και στις θλίψεις. Περισσότερο δε, στις θλίψεις και στις ταλαιπωρίες, ο Θεός είναι αυτός που ανηστά τον τραυματισμένο και πληγωμένο άνθρωπο. Αυτός τον κάνει όχι μόνο απλά να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του, αλλά να το υπερβεί και να το μεταμορφώσει σε πνευματική ευκαιρία κοινωνίας με τον Θεό.
Και καθώς αυτή η κατάσταση του Πλουσίου και του Λαζάρου συνεχιζόταν καιρό, ήρθε απρόσμενα ο πιο σίγουρος επισκέπτης. Ο θάνατος κτύπησε την πόρτα και των δύο. Την ψυχή του Λαζάρου παρέλαβαν άγγελοι και την πήγαν στον παράδεισο, στους κόλπους του Αβραάμ ενώ του πλούσιου την πήραν στον Άδη, όπου εκεί βασανιζόταν. Κανένας πλούτος και καμία φτώχεια καθ’ αυτή δεν σώζει ή κολάζει τον άνθρωπο. Όλα εξαρτώνται από το πως εμείς επιλέγουμε να τα διαχειριστούμε. Θέλουμε να έχουμε συνοδοιπόρο στη ζωή μας τον Χριστό τότε θα τον έχουμε παντού εάν όχι τότε δεν θα τον έχουμε πουθενά. Ο πλούτος που δεν χάνεται ποτέ είναι η σχέση μας με τον Χριστό. Μια σχέση που ξεκινά από την παρούσα ζωή και έχει αιώνιες διαστάσεις.
Στη συνέχεια, ο πλούσιος βλέπει από μακριά τον Λάζαρο και τον Αβραάμ στον παράδεισο και ζητά έλεος. Σπλαχνίσου με λέγει, πάτερ Αβραάμ και στείλε τον Λάζαρο να μου δώσει λίγο νεράκι με την άκρη του δακτύλου του. Ο Αβραάμ του λέει, «παιδί μου θυμήσου πως εσύ απέλαβες τα αγαθά σου και τα απόλαυσες στην επίγεια ζωή. Τώρα ήρθε ο καιρός ο αδικημένος, κατά κόσμο, Λάζαρος να απολαύσει τα αιώνια αγαθά που τόσα χρόνια στερήθηκε». Σημειώνει επίσης ο Αβραάμ πως «τώρα πια το χάσμα που σας χωρίζει είναι μεγάλο, απροσπέλαστο, τόσο τεράστιο που δεν μπορείτε ούτε εσείς που είστε στον Άδη να δείτε αυτούς που είναι στον Παράδεισο ούτε αυτοί εσάς». Αφού κατάλαβε ο πλούσιος ότι ματαιοπονεί, ζήτησε μια τελευταία χάρη από τον πατριάρχη Αβραάμ, «στείλε παρακαλώ στα αδέρφια μου κάτω στο κόσμο τον Λάζαρο να τους προειδοποιήσει, πως με τούτη τη ζωή που ζούμε είμαστε άξιοι καταδίκης και τιμωρίας και μας περιμένουν βάσανα πολλά». Τότε ο σοφός Αβραάμ του απαντά, «παιδί μου έχουν όλα όσα χρειάζονται τα αδέρφια σου και όλοι επί της γης. Έχουν τις Γραφές και τους Προφήτες, οι οποίοι τους κατευθύνουν στο θέλημα και στην αγάπη του Θεού. Τίποτα άλλο δεν θα τους ωφελήσει περισσότερο. Έστω και νεκρό αναστημένο να τους στείλω, άμα δεν σκύψουν το κεφάλι στο θέλημα του Θεού και να αισθανθούν την παρουσία του μέσα τους δεν μπορούν να πιστέψουν.
Αυτή είναι και για μας μία απάντηση. Ζητάμε αποδείξεις για να πιστέψουμε στους Λόγους του Χριστού μας. Υπάρχει κόλαση; Υπάρχει παράδεισος; Υπάρχει Θεός; Εάν δεν πάρουμε τη μεγάλη απόφαση να κάνουμε στην άκρη τον εγωισμό μας, ότι δήθεν όλα τα ξέρουμε και όλα μπορούμε να τα κάνουμε μόνοι μας, δεν μπορούμε να ζητήσουμε την αλήθεια. Εάν αδειάσουμε το θησαυροφυλάκιο της καρδιάς μας από τους ψεύτικους και εφήμερους πλούτους, πως θα χωρέσει ο αιώνιος και ακατάλυτος; Αν δεν πλουτίσουμε με Χριστό τότε για ποιο παράδεισο και για ποια κόλαση μπορούμε να μιλήσουμε;