
Οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν απορρίπτουν μόνο την Παναγία αλλά και όλους τους Αγίους. Πολύ απλά απορρίπτουν τους Αγίους διότι είναι μάρτυρες του Σωτήρα Χριστού, δηλαδή του αληθινού Τριαδικού Θεού και όχι του Ιεχωβά και της εταιρίας του. Δεν πιστεύουν επίσης ότι οι άγιοι ακούνε τις προσευχές μας, ούτε ότι μπορούν να γίνουν πρεσβευτές,εφόσον, λένε, ένας είναι αυτός που σώζει ο Ιησούς Χριστός.Τέλος οι μάρτυρες του Ιεχωβά, αμφισβητούν την τέλεσηθαυμάτων από τους αγίους. Τα θαύματα κατ’ αυτούς έπαψαννα τελούνται από τότε που οι απόστολοι πέθαναν.
Η εκκλησιά μας όταν μιλά για Αγίους μιλά για εκείνους πουεπληρώθησαν Πνεύματος Αγίου. Άγιοι είναι αυτοί οι οποίοι συνάντησαν τον Χριστό και ενώθηκαν μαζί τους. Την αγάπητου ο Θεός, προς τους Αγίους Του, την δείχνει με διάφορους τρόπους μέσα στην Αγία γραφή. Για όσους κάνουν πράξη τα λόγια του, τους αποκαλεί μεγάλους στην βασιλεία των ουρανών (Ματθ. 5,19). Επίσης στεφανώνει τους αγωνιστές Του (Β΄ Τιμ. 4, 7-8), δοξάζει τους μαθητές και ακόλουθους του (Ιω. 17,22) και τελειοποιεί κατά χάριν τους δικαίους(Εβρ. 12, 23).
Η τιμή που εμείς οι ορθόδοξοι αποδίδουμε στους Αγίους δενείναι ξένη προς την αγία γραφή αφού ο ίδιος ο απόστολος των εθνών Παύλος διακηρύττει να θυμόμαστε και να τιμούμε την πίστη και το πολίτευμα των πατέρων μας (Εβρ. 13, 7).
Οι άγιοι όχι μόνο δεν πεθαίνουν αλλά ζουν αιώνια. Είναι σαφές ότι μετά τον θάνατο τους έχουν πλήρη συνείδηση των όσων συνέβησαν και συμβαίνουν. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην ιστορία του πλουσίου και του Λαζάρου (Λουκ. 16, 19-31). Εκεί ο Αβραάμ αν και ήταν νεκρός 2000 χρόνια προ Χριστού γνωρίζει τη συμβαίνει στον Λάζαρο και στον πλούσιο στην γη. Επίσης γνώριζε τι είχαν πει οι προφήτης Μωυσής και οι υπόλοιποι οποίοι έζησαν εκατοντάδες χρόνια μετά τον θάνατο του. Αλλού λέγεται ότι Αβραάμ χάρηκε όταν είδε τον Ιησού σαρκωμένο (Ιω. 8,16) παρά το γεγονός ότι εκοιμήθη 2000 χρόνια προ Χριστού.
Όχι μόνο έχουν πλήρη συνείδηση αλλά συνδέονται με την στρατευόμενη εκκλησία. Ζώντες και κεκοιμημένοι είναι ένα στο σώμα του Χριστού (Ρωμ.14,8). Μεγάλη χαρά υπάρχει στον ουρανό με την μετάνοια ενός αμαρτωλού (Λουκ. 15,7). Η αγάπη που ποτέ δεν χάνεται (Ά Κορ. 13,8) είναι ο άρρητος συνδετικός τους κρίκος.
Στην Ορθόδοξο εκκλησία μας, επικαλούμαστε τις προσευχές και τις πρεσβείες των Αγίων μας. Εφόσον αποτελούμε ένα σώμα έχουμε το δικαίωμα να το κάνουμε. Με αυτό τον τρόπο δεν απορρίπτουμε το γεγονός ότι ο Χριστός είναι αυτός που σώζει, αλλά επικαλούμαστε τις μεσιτείες των γνήσιων φίλων Του προκειμένου Αυτός να δώσει τα προς σωτηρία αιτήματα μας. Έχει πράγματι μεγάλη δύναμη η δέηση ενός δικαίου(Ιάκωβ. 5,16). Οι προσευχές και οι δεήσεις αποτελούν πρακτική της εκκλησίας ήδη από τους Αποστολικούς χρόνους (Α’ Θεσσ. 5,25, Ρωμ. 15, 30-31, Πραξ. 12, 5-12).
Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος ονομάζει τον εαυτό του πρεσβευτή του Κυρίου, διότι δι’ αυτού και διά των υπόλοιπωναπόστολων ο Χριστός παρηγορεί τον κόσμο (Β’ Κορ. 5,20).Αξίζει να σημειωθεί ότι ο απόστολος των εθνών αυτοαποκαλείται και Σωτήρ (Α’ Κορ. 9,22) όχι γιατί αυτός σώζει αλλά γιατί οδηγεί στον μόνο Σωτήρα Χριστό.
Όσο αφορά τα Θαύματα των αγίων μας, είναι ξεκάθαρο πως τελούνται με την χάρη και ευλογία του Θεού διά μέσου των αγίων του, που τον έχουν τόσο πολύ ευαρεστήσει. Ηδιαβεβαίωση του Χριστού μας για τέλεση σημείων (θαυμάτων και όχι μόνο) σε όσους με πίστη τον ακολουθήσουν (χωρίς χρονικό περιορισμό) είναι περίτρανα εμφανής τόσο στο ευαγγέλιο (Ιω. 14, 12 και Μαρκ. 16, 17-18)όσο και στην μακράν ζωή της εκκλησίας μας.