loading...
Ο Άγιος Ξενοφών και η Συνοδεία αυτού
agios-ksenofwn-kai-h-synodeia-autou.jpg

Καὶ γῆν λιπόντας τοὺς περὶ Ξενοφῶντα,

Ἁβρᾷ ξενίζω τοῦ λόγου πανδαισίᾳ.

Παισίν ἅμ’ ἠδ’ ἀλόχῳ Ξενοφῶν θάνεν εἰκάδι ἕκτη

 

Ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Ξενοφῶν ἔζησε κατά τούς χρόνους τῶν Αὐτοκρατόρων Ἰουστίνου Α΄ (518-527) καί Ἰουστινιανοῦ (527-565) καί καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν πλούσιος καί εὐγενής καί ἐνέπνεε τήν πρός Θεόν εὐσέβεια. Εἶχε καί σύζυγο ἡ ὁποία εἶχε τήν ἴδια ἀρετή καί ὀνομαζόταν Μαρία. Μαζί ἀπέκτησαν δύο τέκνα, τόν Ἀρκάδιο καί τόν Ἰωάννη, τούς ὁποίους ἔστειλε στή Βηρυτό, γιά νά ἀκολουθήσουν νομικές σπουδές στό ἐκεῖ σπουδαῖο Πανεπιστήμιο τῆς ἐποχῆς. Οἱ νέοι διέπρεπαν στίς σπουδές τους τόσο στά μαθήματα ὅσο καί στήν ἀρετή τους.

         Τήν ἐποχή ἐκείνη ἀσθένησε ὁ Ξενοφῶν καί κάλεσε τά παιδιά του νά ἐπιστρέψουν στήν Κωνσταντινούπολη (καί τούς εἶπε· «Ἐγώ παιδιά μου, ἴσως πεθάνω· νά ξέρετε καλά ὅτι ὅλοι μέ ἀγαποῦσαν γιά τις ἀρετές μου. Ποτέ δέν ὕβρισα κανένα, οὔτε ντρόπιασα, οὔτε ὀργίστηκα, οὔτε κατέκρινα, οὔτε φθόνησα, οὔτε προκάλεσα ζημιά σέ κανέναν ἤ παρεπίκρανα. Δέν ἀπουσίαζα ποτέ ἀπό τις ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες· δέν ἔδιωξα ξένο ἤ φτωχό ἀπό τό σπίτι μου, ἀλλά ἔδινα σέ ὅλους κατά τή δύναμή μου. Δέν γνώρισα ἄλλη γυναίκα ἐκτός ἀπό τή μητέρα σας, μέχρι πού γεννηθήκατε, ὁπότε διατηρήσαμε ἀπό κοινοῦ παρθενία. Φρόντιζα γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἕως θανάτου· μέ παρόμοιο τρόπο σᾶς παρακαλῶ νά κάνετε κι ἐσεῖς, ἐάν θέλετε νά σᾶς εὐλογήσει ὁ Θεός, γιά νά ζήσετε πολλά χρόνια. Νά βοηθᾶτε τίς χῆρες καί τά ὀρφανά, νά τιμᾶτε τούς ἱερωμένους καί νά ἐπισκέπτεσθε τούς ἀσθενεῖς. Νά συμπαραστέκεστε σέ ὅσους δικάζονται. Νά θυμάστε καί νά εὐλαβεῖστε ὅσους ἀσκοῦνται στά ὄρη, στά σπήλαια καί στό ἐσωτερικό τῆς γῆς, ἐπειδή μέσω αὐτῶν ἐλεεῖ τόν κόσμο ὁ Κύριος καί νά θυμάστε ὅτι δέν ἀπουσίαζε ποτέ μοναχική τράπεζα ἀπό τό σπίτι μου. Τά Μοναστήρια νά προστατεύετε, νά μήν ἀπουσιάζετε ἀπό τίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας, τή μητέρα σας νά τιμᾶτε καί νά ὑπακούετε σέ ὅλα τά προστάγματά της μέ φόβο καί εὐλάβεια, διότι καί αὐτή ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. Νά ἀγαπᾶτε τούς ὑπηρέτες σας σάν νά εἶναι παιδιά σας καί ὅσοι γεράσουν νά τούς δίνετε τροφή μέχρι θανάτου. Πλοῦτο ἔχετε ὅσο χρειάζεστε, ὁπότε δέν σᾶς λείπει τίποτε στόν πρόσκαιρο τοῦτο κόσμο, καί, ἄν ποθεῖτε νά κληρονομήσετε καί τήν οὐράνια βασιλεία, νά τηρήσετε ὅλες τίς ἐντολές του Θεοῦ, καθώς βλέπετε ἐμένα νά κάνω».)

         Αὐτά καί ἄλλα πολλά ἄκουσαν τόν πατέρα τους νά τούς λέει, ὄχι φαρισαϊκῶς, ἀλλά γιά νά τούς νουθετήσει καί ἔκλαιγαν γοερά λέγοντας: «Μήν μᾶς ἐγκαταλείπεις πατέρα, ἀλλά παρακάλεσε τόν Θεό νά ζήσεις ἀκόμα λίγα χρόνια, μέχρι νά μᾶς ἀποκαταστήσεις». Ὁ δέ, μέ δάκρυα στά μάτια τούς εἶπε νά φύγουν καί τό πρωί τούς ξανακάλεσε καί τούς εἶπε: «Ἀπό τή στιγμή πού μέ θυμήθηκε ὁ Θεός καί ἔπεσα στό κρεβάτι, τόν παρακαλοῦσα νά μοῦ δώσει ζωή μέχρι νά σᾶς ἀποκαταστήσω, γιά νά μήν ἀφήσω ἀνολοκλήρωτη τή φροντίδα σας. Τήν προηγούμενη βραδιά ὁ Θεός εἰσάκουσε τήν προσευχή μου καί μοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά παραμείνω στόν μάταιο τοῦτο κόσμο, μέχρις ὅτου ὁρίσει ἡ βασιλεία Του». Αὐτά ἀφοῦ ἄκουσαν χάρηκαν εὐχαριστῶντας τόν Θεό. Ὅταν θεραπεύτηκε ἀπό τήν ἀσθένεια, τούς ἔστειλε πάλι στή Βηρυτό, γιά νά ὁλοκληρώσουν τίς σπουδές τους. Καθ’ ὁδόν, ὅμως, ναυάγησε τό πλοῖο πού τούς μετέφερε καί μέ δάκρυα στά μάτια προσεύχονταν ἐπικαλούμενοι τόν Θεό καί τούς Ἁγίους, γιά νά τούς βοηθήσουν. «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ Παντοδύναμε, βοήθησέ μας στή θλίψη μας καί λύτρωσέ μας ἀπό τόν κίνδυνο, ὥστε νά μπορέσουμε καί ἐμεῖς νά κάνουμε τό θέλημά Σου, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά μποῦμε στή Βασιλεία Σου· νά θυμᾶσαι, Κύριε, τά ἔργα τῶν γονέων μας καί μή μᾶς στερήσεις τή ζωή, ἀλλά ἀξίωσέ μας νά ζήσουμε καί νά Σέ ὑπηρετήσουμε».

         Τότε οἱ ναῦτες, βλέποντας τόν κίνδυνο, μπῆκαν στή σωστική λέμβο, γιά νά σωθοῦν. Τά παιδιά, ἀφοῦ εἶδαν τήν ὁλοκληρωτική ἐγκατάλειψη τοῦ πλοίου, συγχώρησαν ὁ ἕνας τόν ἀλλο καί ἀγκαλιασμένοι ἐλεγαν κλαίοντας· «Σωθεῖτε, δοῦλοι καί ὅλοι οἱ τοῦ οἴκου μας. Σωθεῖτε, ἀγαπημένοι γεννήτορες. Σώζου κι ἐσύ ἀγαπημένε ἀδελφέ. Ποῦ εἶναι τώρα ἡ περιουσία τῶν γονέων μας; Ποῦ εἶναι ἡ φιλοσοφική σκέψη; Ποῦ εἶναι τά ἔργα καί οἱ ἀρετές τῶν γονέων μας; Ποῦ εἶναι οἱ προσευχές τῶν μοναχῶν; Δέν εἰσακούστηκε τίποτα; Ὅλα ἔγιναν χωρίς σκοπό; Δέν βρέθηκε κανένας ἄξιος τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς φίλους καί τούς δούλους Του, τούς ὁποίους φιλοξενοῦσαν οἱ γονεῖς μας, γιά νά μᾶς σώσει μέ τήν προσευχή τους ὁ Κύριος; Ναί, ἀδελφέ μου, ὅλοι εἶναι καλοί καί ἄξιοι, ἀλλ’ ἐμεῖς εἴμαστε ἀνάξιοι τῆς παρούσας ζωής. Οἱ ἁμαρτίες μας ἐξήλειψαν τίς ἀρετές τῶν γονέων μας καί γι’ αὐτό μᾶς ἐγκατέλειψε ὁ Θεός». Αὐτά καί ἄλλα πολλά λέγοντας, ἀσπάστηκαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί τότε σχίστηκε τό πλοῖο στά δύο. Αὐτοί παίρνοντας ἀπό ἕνα κομμάτι ξύλο ἔπλεαν πάνω σ’ αὐτό καθώς μποροῦσαν καί ἀφοῦ κυριεύθηκαν ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὁδηγήθηκαν στά μέρη τῆς Τύρου, ὁ μέν Ἰωάννης στήν Μελφηθᾶ, ὁ δέ Ἀρκάδιος στήν Τετραπυργία.

         Ἀφοῦ λοιπόν βγῆκε ἀπό τή θάλασσα ὁ Ἰωάννης, ἔλεγε πρός τόν ἑαυτό του· «Ποῦ νά πάω τώρα γυμνός, νά περάσω τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μου; Ἄς εἶναι δοξασμένο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Καλύτερα νά ἔχω φτώχεια καί ταπείνωση, παρά περιουσία καί πλοῦτο μάταιο. Γι’ αὐτό δέν ἄκουσε ὁ Θεός τή δέησή μας, διότι, καθώς εἶναι ἀγαθός, ξέρει τό συμφέρον καθενός μας καί τά οἰκονομεῖ ὅλα μέ τή σοφία καί τήν πρόνοιά Του. Ἀλλά ἐμεῖς, χωρίς νά γνωρίζουμε, Τοῦ ζητοῦμε ἀνώφελα πράγματα· ἡ χάρη Του ὅμως μᾶς δίνει ὅλα τά ψυχωφελῆ! Ἄς πάω νά ἡσυχάσω σέ κάποιο Μοναστήρι». Μετά τήν εὐχαριστία αὐτή πρός τόν Θεό, ἔκανε προσευχή καί γιά τόν Ἀρκάδιο παρακαλῶντας τόν Θεό νά τόν λυτρώσει καί αὐτόν καί νά δώσει ἀγαθό λογισμό, νά γίνει Μοναχός. Περπατῶντας δέ αὐτός σ’ ἐκεῖνα τά μέρη βρίσκει Μοναστήρι καί ἀφοῦ κτύπησε τήν πόρτα ἦρθε ὁ θυρωρός καί βλέποντάς τον γυμνό ἄνοιξε τίς πόρτες καί τόν ἔντυσε μέ ῥάσα. Ἔπειτα τοῦ προσέφερε φαγητό καί τέλος τόν ῥώτησε ἀπό ποῦ προερχόταν. Ὁ δέ ἀπάντησε· «Εἶμαι ξένος ἄνθρωπος, πού ναυάγησε, καί σώθηκα μέ τήν εὐχή τῆς ἁγιωσύνης σας». Ὁ Μοναχός ἔκλαψε λίγο, κατανύγηκε στήν καρδιά καί ἀφοῦ δόξασε τόν Κύριο, εἶπε στόν Ἰωάννη «Καί τώρα παιδί μου, ποῦ θέλεις νά πᾶς;» Ὁ δέ ἀπάντησε «Θέλω, ἄν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά γίνω μοναχός». Ὁ δέ εἶπε σ’ αὐτόν «Ἀληθινά παιδί μου, ἐπέλεξες καλό ἔργο· θά μιλήσω στόν ἡγούμενο καί ὅτι τόν φωτίσει ὁ Θεός στήν καρδιά του, αὐτό θά κάνεις καί θά σωθεῖς». Ὁ ἡγούμενος, ἀφοῦ ἄκουσε, τόν καθοδήγησε στίς τάξεις τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἔπειτα τόν σφράγισε μέ τόν Τίμιο Σταυρό καί τόν ἐνέδυσε μέ τό ἅγιο σχῆμα. Ἀπό τότε ὁ Ἰωάννης ἔμεινε στό Μοναστήρι νηστεύοντας, ἀγρυπνῶντας καί προσευχόμενος πάντοτε. Ὅμως εἶχε πολλή θλίψη γιά τόν ἀδελφό του, ἐπειδή νόμιζε πώς πνίγηκε.

         Ὁ Ἀρκάδιος, βγαίνοντας κι αὐτός ἀπό τή θάλασσα, ἔπεσε στή γῆ καί προσκύνησε τόν Κύριο λέγοντας «Σέ εὐχαριστῶ Θεέ τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας μου, πού δέν μέ ἄφησες νά καταποντιστῶ καί παρακαλῶ τήν εὐσπλαγχνία σου, ὅπως ἔσωσες ἐμένα ἔτσι νά σώσεις καί τόν ἀδελφό μου καί ἀξίωσέ με νά τόν δῶ πρίν πεθάνω». Αὐτά λέγοντας πῆγε σέ κάποια περιοχή ἐκεῖ κοντά καί τοῦ ἐδωσαν φαγητό καί ῥοῦχα. Ὅταν ἔφαγε ἔνιωσε καλύτερα. Κοιμήθηκε ἔξω ἀπό τόν ναό τῆς πόλεως καί εἶδε σέ ὄραμα τόν Ἰωάννη πού τοῦ ἔλεγε «Άδελφέ Ἀρκάδιε γιατί κλαῖς γιά μένα;» Ἀμέσως ξύπνησε πολύ χαρούμενος, εὐχαρίστησε τόν Κύριο καί εἶχε τίς ἑξῆς σκέψεις «Νά συνεχίσω τά μαθήματά μου; Ποιό θά εἶναι τό ὄφελος; Ὅλα εἶναι πρόσκαιρα καί μάταια. Ἄκουγα τόν πατέρα νά φημίζει τήν μοναχική πολιτεία. Λοιπόν ἄς γίνω μοναχός καί ὁ Θεός θά μέ βοηθήσει». Λέγοντας τήν εὐχή κατευθύνθηκε πρός τήν Ἰερουσαλήμ ὅπου προσκύνησε τούς Ἁγίους Τόπους. Ἔπειτα ἀναχώρησε, γιά νά προσκυνήσει τά Μοναστήρια καί πέρασε ἀπό ὅλα.

         Περπατῶντας κάποια μέρα ὁ Ἀρκάδιος συνάντησε ἕναν ἅγιο καί προορατικό Γέροντα καί ἀφοῦ τόν προσκύνησε τοῦ εἶπε «Πρακάλεσε ἅγιε πάτερ τόν Θεό διότι βρίσκομαι σέ μεγάλη θλίψη». Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε «Μήν λυπᾶσαι τέκνο μου καί ὁ ἀδελφός σου ζεῖ. Ὅσοι βρίσκονταν στό πλοῖο σώθηκαν καί ἔγιναν μοναχοί, ὅπως κι ὁ αδελφός σου καί θέλεις νά τόν δεῖς ὅπως καί τόν πατέρα καί τή μητέρα σου πρίν πεθάνεις». Ὁ Ἀρκάδιος, ἀφοῦ ἄκουσε αὐτά, ταράχτηκε ἀπό τό προορατικό χάρισμα τοῦ ἀνδρός, ἔπεσε στά πόδια του καί τόν παρακαλοῦσε δακρύζοντας «Ἐπειδή ὁ Θεός σοῦ φανέρωσε τά πάντα σχετικά μέ μένα, σέ παρακαλῶ κάνε με μοναχό». Ὁ δέ ἀπάντησε «Ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, παιδί μου, ἀκολούθα με». Κατευθύνθηκαν στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σάββα καί δίνει ο Γέροντας στόν Ἀρκάδιο τό κελλί του, στό ὁποῖο κατοικοῦσε γιά πενῆντα χρόνια. Παρέμεινε μαζί του ἕναν χρόνο διδάσκοντάς τον τόν κανόνα τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Μετά ἀπό αὐτά ὁ Γέροντας κατευθύνθηκε στήν ἔρημο, ἀφοῦ πρῶτα ἀποχαιρέτισε τόν Ἀρκάδιο καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἐπανερχόταν μετά ἀπό τρία χρόνια γιά νά δεῖ τήν προκοπή του. Παρέμεινε λοιπόν στό κελλί ὁ Ἀρκάδιος κάνοντας μέ προθυμία ὅσα τοῦ δίδαξε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Γέροντας.

         Μετά τήν παρέλευση δύο ἐτῶν καί χωρίς νά γνωρίζει ὁ ἅγιος Ξενοφῶν τό ναυάγιο τῶν παιδιῶν του, οὔτε εἶχε ὁποιαδήποτε πληροφορία ἀπό αὐτούς, ἔστειλε ἄνθρωπο στή Βηρυτό, γιά νά μάθει τι κάνουν. Ὁ ἀπεσταλμένος ἀναχώρησε γιά τήν ἀποστολή του καί ἀναζητῶντας τόν Ἰωάννη καί τόν Ἀρκάδιο ἔμαθε ὅτι δέν ἔφθασαν ποτέ στή Βηρυτό. Τότε ἀναχώρησε ἀπό τή Βηρυτό γιά τήν Ἀθήνα, γιά νά ῥωτήσει μήπως βρίσκονταν ἐκεῖ. Φτάνοντας στήν Ἀθήνα διέμεινε σέ ἕνα ξενοδοχεῖο ὅπου εἶδε ἕναν συνδοῦλο του ντυμένο μέ μοναχικά ῥοῦχα καί τόν ῥώτησε κατ’ ἰδίαν λέγοντας «Δέν εἶσαι ἐσύ ὁ τάδε, ὁ ὁποῖος πῆγες μέ τά τέκνα τοῦ κυρίου μας στή Βηρυτό;» Ὁ δέ ἀπάντησε «Ναί». Λέγει τότε ἐκεῖνος «Καί ποῦ εἶναι τά παιδιά;» Τότε δάκρυσε ὁ μοναχός καί εἶπε «Πνίγηκαν στή θάλασσα, νομίζω, καί μόνο ἐγώ σώθηκα. Γι’ αὐτό τόν λόγο ἔγινα μοναχός, ἐπειδή δέν ἤθελα νά ἀνακοινώσω τό κακό αὐτό μήνυμα στούς κυρίους μου. Τώρα κατευθύνομαι πρός τά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυνήσω τόν Τάφο τοῦ Κυρίου».

         Μόλις ἄκουσε τά λόγια τοῦ μοναχοῦ, ἔκλαψε ὁ ἀπεσταλμένος λέγοντας «Ἀλίμονό μου, κύριοί μου! Ποιός νά ἀναγγείλει στόν πατέρα σας τόν ξαφνικό καί ἄωρο θάνατό σας; Πῶς νά ἀντέξει ἡ μητέρα σας τόν πόνο; Ποιός νά κληρονομήσει τίς ἀρετές καί τόν πλοῦτο τους; Ποιός νά ὑποδέχεται τούς ξένους, νά ἑτοιμάζει τήν τράπεζα γιά τούς φτωχούς καί νά ἐπισκέπτεται τούς φυλακισμένους; Ποιός νά φροντίζει τίς Ἐκκλησίες καί τά Μοναστήρια; Ἀλίμονό μου, τόν ἄθλιο! Ὅλοι οἱ φτωχοί θρηνᾶτε, ἐπειδή χάθηκαν οἱ προστάτες σας. Ὁ θησαυρός σας ἀρπάγηκε καί ἡ χαρά σας ἐξαφανίστηκε. Ἀλίμονο σέ μένα τόν ταλαίπωρο, τί να κάνω; Νά ἐπιστρέψω στόν κύριό μου; Καί πῶς νά τοῦ ἀναγγείλω τέτοια πικρή ἀγγελία; Ποιός ἀπό τούς φίλους καί τούς γείτονες νά ἀκούσει τούς στεναγμούς καί τά δάκρυα, τή λύπη του βασιλιᾶ καί τῶν ὑπόλοιπων ἀρχόντων τοῦ παλατιοῦ;» Αὐτά καί ἄλλα πολλά ἔλεγε καί τόν παρηγοροῦσαν ὅσοι βρέθηκαν ἐκεῖ «Σταμάτα ἀδελφέ τόν πολύ θρῆνο γιά νά μήν πεθάνεις ἀπό τή θλίψη. Ὅμως πήγαινε καί πές τά γεγονότα στόν κύριό σου μήπως τά πληροφορηθεῖ ἀπό ἄλλους καί γι’ αὐτό τόν λόγο σέ καταραστεῖ καί χάσεις τή ζωή σου». Δέχθηκε τίς συμβουλές τους καί ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη. Μπῆκε στό σπίτι τοῦ κυρίου του καί καθόταν κατηφής καί λυπημένος.

         Ὅταν πληροφορήθηκε ἡ Μαρία ὅτι ἐπέστρεψε ὁ δοῦλος, τόν κάλεσε καί τόν ῥώτησε τί κάνουν τά παιδιά της. Ὁ δέ εἶπε «Καλά εἶναι». Καί τοῦ λέει ἐκείνη «Ποῦ εἶναι οἱ ἐπιστολές πού σοῦ ἔδωσαν;» Ὁ δέ ἀπάντησε «Καθώς ἐρχόμουν τίς ἔχασα στόν δρόμο». Τότε ταράχτηκε ἡ καρδιά της καί τοῦ λέει «Γιά τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, πές μου ὅλη τήν ἀλήθεια». Τότε κραύγασε δυνατά καί εἶπε μέ δάκρυα «Ἀλίμονο κυρία μου, ἔχασες τό φῶς σου στή θάλασσα!» Ἡ δέ μόλις τό ἄκουσε εὐχαρίστησε τόν Θεό καί τοῦ λέει «Σιῶπα, μήν τό πεῖς σέ κανένα. Ὁ Θεός τά ἔδωσε, ὁ Θεός τά πῆρε. Ὅπως θέλησε ὁ Κύριος ἔτσι ἔγιναν τά πράγματα. Ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά του καί τώρα καί στούς αἰῶνες». Τό βράδυ ἦλθε ὁ Ξενοφῶν ἀπό τά ἀνάκτορα συνοδευόμενος ἀπό πολλούς ἔντιμους καί ἀφοῦ τούς ἀποχαιρέτισε κάθισε νά φάει· εἶχε τή συνήθεια νά τρώει μιά φορά, το βράδυ. Ἐνῶ βρισκόταν στήν τράπεζα, τοῦ εἶπε ἡ γυναίκα του «Κύριε ἐπέστρεψε ὁ ἀπεσταλμένος πού ἔστειλες νά πάει στή Βηρυτό». Λέει ὁ ἅγιος Ξενοφῶν «Δόξα σοι ὁ Θεός, ἄς ἐλθει νά τόν ῥωτήσω». Ἡ δέ εἶπε «Εἶναι πολύ καταπονημένος καί ξάπλωσε νά ξεκουραστεῖ». Και τῆς ἀπαντᾶ ὁ ἁγιος «Φέρε μου τίς ἐπιστολές νά δῶ τί μᾶς γράφουν τά παιδιά μας».

         Τότε ἡ γυναίκα μή μπορῶντας νά συγκρατήσει τά δάκρυά της, ἔκλαψε. Ὁ δέ Ξενοφῶν τῆς εἶπε «Γιατί κλαῖς; Ἀρρώστησαν τά παιδιά μας;» Ἡ δέ ἀπάντησε «Μακάρι νά ἦταν ἄρρωστα, ἀλλά χάσαμε τά μαργαριτάρια μας στή θάλασσα». Τότε ὁ γέροντας Ξενοφών ἀναστέναξε καί εὐχαρίστησε τόν Θεό λέγοντας «Ἄς εἶναι τό ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένο. Μή λυπᾶσαι κυρία μου, καί ὁ Θεός δέν ἐπέτρεψε νά πάθουμε τέτοιο μεγάλο κακό στά γηρατειά μας, ἐπειδή τήρησα ὅλες τίς ἐντολές Του, καθώς νομίζω. Ὅμως ἄς ἀγρυπνήσουμε αὐτή τή νύκτα προσευχόμενοι στόν Θεό νά μᾶς φανερώσει τί ἔγιναν τά παιδιά μας». Προσευχήθηκαν γονατιστοί ὅλη τή νύκτα καί τό πρωί κουράστηκαν καί κοιμήθηκαν. Στόν ὕπνο τους εἶδαν καί οἱ δύο τό ἴδιο ὄραμα, ὅτι τά παιδιά τους στέκονταν ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ καί εἶχαν στά κεφάλια τους λαμπρά καί πολύτιμα στεφάνια. Τοῦ Ἰωάννη τό στεφάνι ἦταν κοσμημένο μέ πολύτιμους λίθους, τοῦ Ἀρκάδιου μέ λαμπρά ἀστέρια. Καί οἱ δύο κρατοῦσαν χρυσάφι στά χέρια τους. Μόλις ξύπνησαν διαπίστωσαν ὅτι εἶδαν τό ἴδιο ὄραμα καί τότε εἶπε ὁ Ξενοφῶν «Στά ἀλήθεια ἀξιώθηκαν μεγάλες τιμές οἱ γιοί μας καί νομίζω ὅτι βρίσκονται στά Ἱεροσόλυμα. Ἄς πᾶμε λοιπόν νά τούς βροῦμε καί νά προσκυνήσουμε τούς Ἁγίους Τόπους».

         Ἀφοῦ πήραν πολύ χρυσάφι, ξεκίνησαν γιά τό ταξίδι συνοδευόμενοι ἀπό πολλούς ὑπηρέτες τους. Μετά τήν προσκύνηση σέ ὅλα τά προσκυνήματα τῶν Ἱεροσολύμων ἐλέησαν πολλούς σέ πολλά μέρη καί περιφέρονταν ῥωτῶντας γιά τούς γιούς τους, ὅμως δέν μπόρεσαν νά μάθουν κάτι. Βρῆκαν ὅμως ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες τους, τόν ὁποῖο εἶχαν στείλει στή Βηρυτό μέ τόν Ἰωάννη καί τόν Ἀρκάδιο, καί φοροῦσε μοναχικά ῥοῦχα. Ἀμέσως μόλις τόν εἶδαν ἔβαλαν μετάνοια. Ὁ μοναχός τοὺς προσκύνησε λέγοντας «Μήν κάνετε ἔτσι, κύριοί μου, μήν κάνετε σέ μένα, τόν ὑπηρέτη σας μετάνοια». Ὁ ἅγιος Ξενοφῶν τοῦ λέει «Τό ἅγιο σχῆμα, πού φορεῖς, τίμησα καί σέ παρακαλῶ νά μή λυπᾶσαι, ἀλλά πές μας τί ἔγιναν τά παιδιά μας». Ὁ δέ εἶπε «Δέν ξέρω· ἐπειδή καθώς καταστράφηκε τό πλοῖο μας, ὁ καθένας φρόντιζε πῶς νά σωθεῖ, ὁπότε μόνο ὁ Θεός γνωρίζει ἄν ζοῦν ἤ ἄν πέθαναν». Τότε ὁ Ξενοφῶν θέλησε νά δώσει ἐλεημοσύνη καί στούς μοναχούς πού βρίσκονταν στήν περιοχή.

         Ἀποχωρῶντας ἀπό τά Ἱεροσόλυμα συνάντησαν στόν δρόμο τόν Γέροντα τοῦ Ἀρκαδίου. Ἀμέσως ἔπεσαν στά πόδια του καί ζητοῦσαν τήν εὐλογία του. Ὁ δέ τούς εὐχήθηκε λέγοντας «Ποιός ἀνάγκασε τόν κύριο Ξενοφῶντα καί τήν κυρία Μαρία νά ἔλθουν στά Ἱεροσόλυμα; Τίποτε ἄλλο ἀπό τόν πόθο τῶν τέκνων σας. Μή λυπάστε, προσθέτει ὁ Γέροντας, ἐπειδή τά παιδιά σας ζοῦν καί ὁ Θεός θέλει νά σᾶς φανερώσει τή δόξα τους. Ὅμως πηγαίνετε στόν Ἰορδάνη ποταμό, καλοί ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί ὅταν ἐπιστρέψετε θά δεῖτε τά παιδιά σας». Μετά τόν ἀποχαιρετισμό συνέχισαν τόν δρόμο τους. Ὁ Γέροντας πορεύθηκε πρός τά Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε, κάθισε κοντά στόν Γολγοθᾶ, στό ἔδαφος, γιά νά ἀναπαυθεῖ καί, κατ’ οἰκονομία Θεοῦ, ὁ Ἰωάννης, ὁ πρῶτος γιός τους, ἦλθε νά προσκυνήσει κι ἐκεῖνος τούς Ἁγίους Τόπους. Βλέποντας τόν Γέροντα τοῦ ἔβαλε μετάνοια. Ὁ δέ τοῦ εὐχήθηκε λέγοντας «Ποῦ ἤσουν Ἰωάννη μέχρι τώρα; Ἦλθαν οἱ γονεῖς σου καί σέ ζητοῦσαν κι ἐσύ πάλι ἦλθες ζητῶντας τόν ἀδελφό σου». Ὁ Ἰωάννης πέφτοντας στά πόδια τοῦ Γέροντα λέει «Σέ παρακαλῶ ἅγιε Πάτερ πές μου, γιά τόν Κύριο, ποῦ εἶναι ὁ αδελφός μου; Ἐπειδή μέχρι σήμερα δέν μέ πληροφόρησε ὁ Θεός ἄν ζεῖ, παρά μόνο σήμερα ἀκούω αὐτό γιά πρώτη φορά ἀπό τό ἅγιο στόμα σου».

         Λέγοντας αὐτά τά λόγια ἐμφανίστηκε ὁ Ἀρκάδιος χάριν προσκυνήσεως, ὅμως ἦταν τόσο ταλαιπωρημένο τό σῶμα του ἀπό τήν πολλή ἐγκράτεια, ὥστε οἱ ὀφθαλμοί του ἦταν βαθουλοί. Ἀφοῦ προσκύνησε τόν ἅγιο Γέροντα εἶπε «Ἄφησες τό χωράφι σου τίμιε Πάτερ γιά τρία χρόνια, κατά τά ὁποῖα δέν τό ἐπισκέφτηκες, καί γέμισε ἀγκάθια. Ἔτσι θά κουραστεῖς πολύ γιά νά τό καθαρίσεις». Ὁ δέ τοῦ ἀπάντησε «Κάθε μέρα, παιδί μου, τό ἐπισκεπτόμουν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἀοράτως καί ἐλπίζω στόν Θεό ὅτι δέν ἔχει ἀγκάθια, ἀλλά καλούς καρπούς, ἀπό τούς ὁποίους τρώει καί πίνει ὁ βασιλιάς Χριστός καί εὐφραίνεται». Ἐνῶ κάθονταν, ῥώτησε τόν Ἰωάννη ὁ Γέροντας νά πεῖ ποιά ἦταν ἡ πατρίδα του. Ὁ δέ ἀπάντησε «Ξένος εἶμαι καί ἀμαρτωλός, τίμιε Πάτερ, καί παρακαλῶ τόν Θεό, νά μέ ἐλεήσει μέ τίς εὐχές σας». «Τήν πατρίδα σου πες, στήν ὁποία γεννήθηκες, τήν ἀνατροφή καί τό γένος σου, γιά νά δοξαστεῖ ἔτσι ὁ Θεός». Ὁ Ἰωάννης τά διηγήθηκε ὅλα. Μή μπορῶντας ὁ Ἀρκάδιος νά συγκρατήσει τά δάκρυά του, σηκώθηκε καί λέει στόν Γέροντα «Αὐτός εἶναι ὁ ἀδελφός μου!» Ὁ δέ εἶπε «Τό γνώριζα παιδί μου, ἀλλά δέν ἤθελα νά σᾶς τό πῶ, ἕως ὅτου ἀναγνωρίσετε ὁ ἕνας τόν ἄλλο». Τότε ἐναγκαλίστηκαν κατά προσταγή τοῦ Γέροντα καί ἀλληλοασπάστηκαν εὐχαριστῶντας τόν Κύριο ὁ ὁποῖος τούς ἀξίωσε νά δοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο σέ τέτοιο σχῆμα.

         Μετά ἀπό δύο ἡμέρες ἦλθαν οἱ γονεῖς τους ἀπό τόν Ἰορδάνη μέ πολλή παρρησία καί συνοδεία πολλών ἀνθρώπων. Προσκύνησαν τόν Ἅγιο Τάφο καί τόν Γολγοθᾶ, ἄφησαν πολλά χρήματα καί βγαίνοντας ἀπό τόν Ναό βλέπουν τόν Ἅγιο Γέροντα καί τόν προσκυνοῦν λέγοντάς του «Γιά τόν Κύριο, τελειώσαμε τήν ὑπόσχεσή σου· δεῖξε μας τά παιδιά μας». Οἱ γιοί τους βρίσκονταν ἐκεῖ, ὅμως τούς ἔδωσε ἐντολή νά μη μιλήσουν καθόλου. Οἱ γονεῖς τους δέν τους ἀναγνώρισαν, διότι ἀπό τήν πολλή ἐγκράτεια εἶχαν ἀλλοιωθεῖ τά χαρακτηριστικά τους. Ὁ Γέροντας εἶπε στούς γονεῖς «Πηγαίνετε, ἑτοιμάστε τράπεζα, γιά νά κεράσετε ἐμένα καί τούς μαθητές μου καί ἐκεῖ θά σᾶς πῶ ποῦ εἶναι τά παιδιά σας». Ὁ Ξενοφῶν χάρηκε καί πῆγε ἀμέσως νά ἑτοιμάσει τήν τράπεζα. Ὁ Γέροντας εἶπε στόν Ἰωάννη καί τόν Ἀρκάδιο «Ἄς πᾶμε παιδιά μου στή φιλοξενία τοῦ πατέρα σας διότι αὐτό δέν σᾶς βλάπτει. Ὅμως προσέχετε μήν μιλήσετε καθόλου μέχρι νά σᾶς πῶ. Νά ξέρετε καί αὐτό, ὅτι ὅσους καρπούς καί ἄν κάμετε, δέν φτάνετε στά μέτρα τῶν γονιῶν σας, μέ τούς ὁποίους μόνη ἡ συνομιλία εἶναι ὠφέλιμη».

         Πῆγαν καί οἱ τρεῖς ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν ὁ Ξενοφῶν, ὁ ὁποῖος τούς δέχθηκε ὡς Ἀγγέλους Θεοῦ. Κάθισαν ὅλοι καί ἔτρωγαν μαζί καί ὁ Ξενοφῶν εἶπε «Πῶς εἶναι τά παιδιά μας τίμιε Πάτερ;» Ὁ δέ ἀπάντησε «Καλά εἶναι καί ἀγωνίζονται νά σωθοῦν». Οἱ γονεῖς εἶπαν «Ὁ Θεός ἄς τούς ἀναδείξει ἄξιους ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος Του, γιά νά λυτρώσουν τή θαυμαστή εὐταξία, τά χρηστά ἤθη καί τήν εὐλάβεια τῶν δύο μοναχῶν». Καί ο Ξενοφῶν συνέχισε «Ἀλήθεια τίμιε Πάτερ ἔχεις καλούς μαθητές καί ἡ ψυχή μου τούς ἀγάπησε πολύ καί βλέπω ὅτι εἶναι ἄξιοι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παρακάλεσε τόν Κύριο νά γίνουν ὅμοιοί τους καί τά παιδιά μας». Ὁ Γέροντας εἶπε «Ἀμήν». Ἔπειτα λέει στόν Ἀρκάδιο «Πές μου ἀπό ποιό μέρος εἶσαι καί ποιοι εἶναι οἱ γονεῖς σου;» Ὁ δέ ἀπάντησε «Ἐγώ, τίμιε Πάτερ, ἤμουν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, υἱός πλούσιων γονέων καί ὁ πατέρας μου ἦταν συγκλητικός. Εἶχα καί ἕνα ἀδελφό μέ τόν ὁποῖο μᾶς ἔστειλαν οἱ γονεῖς μας στή Βηρυτό γιά νά μορφωθοῦμε. Καθ’ ὁδόν συντρίβηκε τό πλοῖο μας καί ἐγώ σώθηκα μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ μέ ἕνα σανίδι». Αὐτά ἀκούγοντας οἱ γονεῖς δέν ἄντεχαν νά πεῖ καί τά ὑπόλοιπα, ἀλλά σηκώθηκαν μέ δάκρυα καί τούς ἀγκάλιασαν λέγοντας «Αὐτά εἶναι τά παιδιά μας, τίμιε Πάτερ, καί σέ παρακαλοῦμε ἐγείρου νά δοξολογήσουμε τόν Θεό, βρήκαμε τά παιδιά μας, καί παρακάλεσε τόν Κύριο νά μᾶς σπλαγχνιστεῖ καί νά μᾶς ἀξιώσει τῆς Βασιλείας Του».

         Ἀφοῦ σηκώθηκε ὁ Γέροντας ἔκανε ἐκτενή προσευχή καί εὐχαριστία στόν Θεό. Ἔπειτα, ὁ Ξενοφῶν καί ἡ Μαρία παρακάλεσαν τόν Ὅσιο καί τούς ἐνέδυσε τό μοναχικό σχῆμα καί τούς ἔδωσε τήν ἐντολή νά μή δοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο σέ ὅλη τους τή ζωή! Μετά ἀπό αὐτά οἱ δύο ἀδελφοί ἀποχαιρέτισαν τούς γονεῖς τους καί ἀκολούθησαν τόν Γέροντα στήν ἔρημο ὅπου παρέμειναν ἀσκούμενοι μέχρι τέλους και ἀξιώθηκαν ἀπό τόν Θεό νά θεραπεύουν κάθε ἀσθένεια ἀπό ὅσους πήγαιναν κοντά τους. Ἔλαβαν δέ καί τό προορατικό χάρισμα. Ἔτσι ἀγωνιζόμενοι ὁλοκλήρωσαν τή ζωή τους. Ὁ πατέρας τους ἔστειλε κάποιον πληρεξούσιο καί πούλησε ὅλα τά ὑπάρχοντά του, κινητά καί ἀκίνητα καί μοίρασε τά χρήματα στους φτωχούς. Ἐλευθέρωσε ὅλους τούς δούλους του καί τούς ἔδωσε πλούσια δῶρα. Τή σύζυγό του τήν ὁδήγησε σέ γυναικεῖο Μοναστήρι, ὅπου ἀγωνίστηκε καλά καί εὐαρέστησε τόν Θεό, ἔφθασε στά μέτρα τῶν Ἁγίων, διότι θεράπευσε τυφλούς καί δαιμονισμένους, καί ἔπειτα ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ. Ὁ δέ ἅγιος Ξενοφῶν ντύθηκε μέ τρίχινα ῥοῦχα, ἀποχώρησε στήν ἔρημο ὅπου ἔζησε τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του. Ἀξιώθηκε μεγάλων μυστηρίων καί τοῦ προορατικού χαρίσματος καί ἔπειτα ἀναπαύθηκε κι αὐτός ἐν Κυρίῳ, στίς ἀρχές του ἕκτου αἰῶνα.

*Πηγή: Βίος, Θαύματα, Παράκληση καί Χαιρετισμοί τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν Ξενοφῶντος (Ξορινοῦ) και τῆς Συνοδείας αὐτοῦ, εκδ. Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ξενοφῶντος Μαζωτοῦ, 2018.

 

Loading
© 2011 - 2023 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΙΤΙΟΥ.