
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Πρωτοπρεσβυτέρου Σπυρίδωνος Σταυρή
Το υπερκόσμιο θαύμα της ενανθρωπήσεως του Θεού το προμήνυσε ο ουρανός με το αστέρι, το χάρηκε η άψυχη φύση με αγαλλίαση, το συνόδευσαν οι ποιμένες με τη φλογέρα τους, το ανύμνησαν άγγελοι, το δοξολόγησαν άνθρωποι και εξαιρέτως οι μεγάλοι της Ελληνικής Χριστιανοσύνης ποιητές και υμνογράφοι. Κι από αυτούς πρώτος και κυριότερος ο μέγας Ρωμανός ο Μελωδός, Έλληνας από τη Συρία που ήλθε στην Κωνσταντινούπολη γύρω από το 500 μ.Χ. και είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος της μετά τα απλά τροπάρια σπουδαιοτέρας και παλαιοτέρας συνθετικής μορφής εκκλησιαστικών ποιημάτων των Κοντακίων.
Το υπέροχο προοίμιο του Χριστουγεννιάτικου κοντακίου του Ρωμανού είναι από τα κατανυκτικότερα τροπάρια της υμνολογίας των Χριστουγέννων. Καθώς τα λόγια και η μουσική του γιομίζουν τους θόλους των ναών, κάθε ορθόδοξη ψυχή μεταφέρεται σ’ ένα κόσμο μυστηρίου όπου τα πάντα λειτουργούν με τρόπο άφθαστο για την ανθρώπινη διάνοια και μόνο με την πίστη γίνονται προσιτά και οικεία.
«Ἡ Παρθένος σήμερον, τόν ὑπερούσιον τίκτει, καί ἡ γῆ τό Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετά ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι˙ δι’ ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός».
Η ακριβής ημέρα της γεννήσεως του Χριστού δεν μας είναι γνωστή από τα Ευαγγέλια. Από ενδείξεις που έχουμε από τον ευαγγελιστή Λουκά (απογραφή, ταξίδι επιτόκου γυναικός, παραμονή σε στάβλο ζώων, ποιμένες αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός), φαίνεται ότι η γέννησή Του δεν έγινε τον χειμώνα. Οι οπαδοί του Βασιλείδου την καθόρισαν στις 20 Μαΐου ή στις 19 ή στις 20 Απριλίου. Για πρώτη φορά, γύρω στο 330 μ.Χ. εισήχθη στη Ρώμη η γιορτή των Χριστουγέννων χωριστά από τη γιορτή των Επιφανείων της 6ης Ιανουαρίου. Ημέρα εορτασμού της καθορίσθηκε η 25η Δεκεμβρίου. Η 25η Δεκεμβρίου ήταν κατά το νέο τότε ημερολόγιο η ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου. Κατ’ αυτή, οι Εθνικοί γιόρταζαν τη γέννηση του ανίκητου ήλιου, την αύξηση δηλαδή της ημέρας, τη νίκη του φωτός κατά του σκότους. Στην παγανιστική αυτή γιορτή η Χριστιανική εκκλησία πολύ σοφά αντέταξε τη γέννηση του αληθινού φωτός, του νοητού ήλιου της δικαιοσύνης, του Χριστού που ανέτειλε εκ Παρθένου και φώτισε την εν σκότει και σκιά θανάτου ανθρωπότητα. Ήταν δε τόσο επιτυχής ο συνδυασμός αυτός, ώστε μέσα σε λίγα χρόνια η γιορτή των Χριστουγέννων διαδόθηκε σ’ ολόκληρο σχεδόν το Χριστιανικό κόσμο. Από τη Ρώμη διαδόθηκε στη Δύση, γύρω στα 376 μ.Χ. τη βρίσκουμε στις εκκλησίες της Αντιοχείας και της Καισαρείας Καππαδοκίας, γύρω στο 431 μ.Χ. στα Ιεροσόλυμα και σιγά – σιγά σ’ όλες τις Εκκλησίες της Ανατολής εκτός από την Αρμενική.
Μετά την καθιέρωση της γιορτής σ’ όλο τον Χριστιανικό κόσμο η αγιογραφία άρχισε να εικονίζει το υπερκόσμιο τούτο γεγονός με συνθέσεις γεμάτες παραστατικότητα και πνευματικό βάθος. Η Βυζαντινή εικόνα «με μια υπερβολική διαύγεια και μια απλότητα αναφέρει με μεγάλη ακρίβεια την ευαγγελική διήγηση, αλλά με τέτοιο τρόπο και εκεί είναι όλη η τέχνη της που οι δογματικές υπαγορεύσεις στη λεπτότητά τους σχεδόν μουσικές, εγκαθιστούνται και παρατείνουν το άσμα τους στην ψυχή των πιστών».
Η Βυζαντινή εικόνα της Γεννήσεως γεμάτη από ομορφιά και χάρη μεταφέρει ευθύς τον προσκυνητή στη γιορτάσιμη ατμόσφαιρα του δοξαστικού των αναβαθμών. «Τά σύμπαντα σήμερον, χαρᾶς πληροῦνται. Χριστός ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου».
Οι διάφορες σκηνές και το πρόσωπο της εικόνας είναι τόσο όμορφα τακτοποιημένα και με τέτοια τάξη βαλμένα που μεταγγίζουν στην ψυχή του πιστού την υπερέχουσαν πάντα νουν ειρήνην που ήλθε ο Κύριος να ευαγγελισθεί τοις μακράν και τοις εγγύς. «Θεός ὤν εἰρήνης, Πατήρ οἰκτιρμῶν, τῆς μεγάλης βουλῆς σου τόν Ἄγγελον, εἰρήνην παρεχόμενον ἀπέστειλας ἡμῖν, ὅθεν θεογνωσίας, πρός φῶς ὁδηγηθέντες, ἐκ νυκτός ὀρθρίζοντες, δοξολογοῦμεν σε Φιλάνθρωπε».
Οι φωτεινές μορφές των αγγέλων στο πάνω αριστερό μέρος της εικόνας «ἀγαλλόμεναι» ψάλλουν τον πανευφρόσυνο ύμνο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίᾳ». Τα αγγελικά τάγματα τη μέρα αυτή της γέννησης του Υιού και Λόγου του Θεού υμνούν και δοξάζουν τη θεία ενανθρώπηση. Η ενανθρώπηση του Κυρίου ήτο «ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀπολύτως ἐλευθέρα, θεία εὐδοκία μή προελθοῦσα ἐξ ὑποχρεώσεως τινός ἤ ἀνάγκης ἐπιβαλλομένης ὁπωσδήποτε εἰς τόν Θεόν». Οι αναρίθμητες στρατιές των ασωμάτων μεγαλύνουν τη θεληματική συγκατάβαση του Θεού προς τα πλάσματά Του και επιβεβαιώνουν «ὅτι ἡ εἰς τήν γῆν διά τοῦ Σωτῆρος δωρηφορουμένη εἰρήνη προήρχετο ἐκ τῆς ἀγαθῆς καί μόνο θελήσεως τοῦ Θεοῦ ὅστις ἐπιθυμητικῶς ἔσχε τοῦ εὐεργετῆσαι τοῖς ἀνθρώποις δι’ αὐτό καί ἀπέστειλε τόν Υἱόν του ἐν αὐτοῖς» «ὁ Πατήρ εὐδόκησεν ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἡ Παρθένος ἔτεκε Θεόν ενανθρωπήσαντα», ψάλλει πανηγυρικά η εκκλησία μας στο Χριστουγεννιάτικο όρθρο.
Στην εικόνα δεσπόζει μεγαλόπρεπα το σπήλαιο που ο αγιογράφος σκόπιμα το υπερύψωσε για να δείξει πως έγινε ο σύνδεσμος που ένωσε γη και ουρανό και ο αγιασμένος χώρος που χώρεσε τον αχώρητον. Κι ενώ το σπήλαιο εξωτερικά φωτίζεται από το υπερκόσμιο φως του αστέρος, μέσα στο σπήλαιο που στη φάτνη βρίσκεται σπαργανωμένο το Θείο βρέφος, βασιλεύει το πηκτό σκοτάδι του Άδου και του θανάτου. Είναι το μόνο σκοτεινό μέρος της εικόνας και που βρίσκεται σε ζωηρή αντίθεση με το πλούσιο φως των χρωμάτων και του στιλβωτού χρυσού που λαμπυρίζει στο φόντο της εικόνας. «Ἐκ νυκτός ἔργων ἐσκοτισμένης πλάνης, ἱλασμόν ἡμῖν Χριστέ τοῖς ἐγρηγόρως» ψάλλει ο ιερός υμνογράφος εκφράζοντας τη λύτρωση και τον εξιλασμό που έφερε η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου από τα φαύλα έργα του σκότους και της ζοφεράς ειδωλολατρίας. «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτήρ ἡμῶν, ἀνατολή ἀνατολῶν καί οἱ ἐν σκότει καί σκιά, εὕρομεν τήν ἀλήθειαν καί γάρ ἐκ τῆς Παρθένου ἐτέχθη ὁ Κύριος». Σκιά και θάνατος, πλάνη και σκότος βασίλευε στη γη πριν να σαρκωθεί ο Θείος Λόγος. «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», «εἰς τά ἴδια ἦλθε καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον».
Το σκοτεινό σπήλαιο εκφράζει το σκοτάδι του κόσμου και του Άδου. Μα το εσπαργανωμένο βρέφος μέσα στη φάτνη είναι ο ίδιος ο Θεός και «ὁ Θεός φῶς ἐστι καί σκοτία ἐν αὐτῷ οὔκ ἐστιν οὐδεμία καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβε». Το ξαπλωμένο βρέφος στη φάτνη του σπηλαίου είναι πιά η κάθοδος του Λόγου του Άδη. Πραγματικά τα σπάργανα του βρέφους έχουν ακριβώς τη μορφή των νεκρικών ταινιών που μας δείχνει η εικόνα της Αναστάσεως και η τόσο παράδοξη ακινησία του Αμνού της Βηθλεέμ υπενθυμίζει το κείμενο του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου «τοῦτο γάρ ἐστι ἐν ἧ κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ» «Ὕπνωσας Χριστέ, τόν φυσίζωον ὕπνον ἐν τάφῳ, καί βαρέως ὕπνου ἐξήγειρας ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων ὡς Θεός».
Οι τρείς Μάγοι που εικονίζονται στα αριστερά της εικόνας να έρχονται καλπάζοντας πάνω στα άλογα τους εικονίζουν από τώρα τις Μυροφόρες. «ἐξ Ἀνατολῶν ἐλθόντες Μάγοι προσεκύνησαν Θεόν ἐνανθρωπήσαντα καί τούς θησαυρούς αὐτῶν προθύμως ἀνοίξαντες, δῶρα τίμια προσέφεραν δόκιμον χρυσόν, ὡς βασιλεῖ τῶν αἰώνων, καί λίβανον, ὡς Θεῷ τῶν ὅλων ὡς τριημέρῳ δέ νεκρῷ σμύρναν τῷ Ἀθανάτῳ».
Μέσα στη φάτνη ο προσκυνητής είναι μακριά από την ειδυλλιακή εικόνα ενός μικρού παιδιού. Αντικρύζει «τήν ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ Πατρός, τό χαρακτήρα τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ πού ἔλαβε μορφή δούλου καί προῆλθε ἀπό ἀπειρόγαμη μητέρα χωρίς νά πάθει καμιά τροπή˙ αὐτό πού ἦταν διέμεινε Θεός ὤν ἀληθινός καί ὅ οὐ ἦν προσέλαβεν, ἄνθρωπος γενόμενος διά φιλανθρωπίαν».
Ο αγιογράφος κατάφερε να δώσει στη μορφή του θείου βρέφους την έκφραση του ωρίμου στην ηλικία. Το σοβαρό και μεγαλοπρεπές πρόσωπο του αντανακλά τη θεία σοφία.
«Μέγα ἐστι τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον: ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Το ελάχιστο ανθρώπινο σώμα εχώρεσε μέσα του ολόκληρο τον Θεό με το άρρητο και άπειρο μεγαλείο Του! Ούτω ο Θεός έγινε άνθρωπος, πλήρης και τέλειος Θεός. Εδώ δεν πρόκειται απλώς περί ενός μυστηρίου αλλά περί όλων των μυστηρίων του ουρανού και της γης τα οποία συνηνώθησαν σε ένα μυστήριο: Στο μυστήριο του προσώπου του θεανθρώπου, δηλαδή στο μυστήριο της Εκκλησίας.
Η παρουσία του βοδιού και του όνου δίπλα στη φάτνη μας παραπέμπει στον Ησαϊα «ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνη τοῦ Κυρίου αὐτοῦ Ἰσραήλ δε με οὐκ ἔγνω καί ὁ λαός με οὐ συνῆκεν» (Ησ. 1,3). Ο μόσχος που είναι δίπλα στο θείο βρέφος προαναγγέλλει τη σταυρική του θυσία.
Έξω από το Σπήλαιο ζωγραφίζεται η Θεοτόκος. Εικονίζεται έξω από τη φάτνη πάνω σ’ ένα πρόχειρο κρεβάτι. Στην εικόνα μας η Θεοτόκος είναι μισοκαθισμένη. Η στάση αυτή της Παναγίας δείχνει το υπερφυσικό της θείας γέννησης που κατά τον ιερό υμνογράφο η Παναγία γέννησε χωρίς πόνους «Μόνη γυναικῶν χωρίς πόνων ἔτεκον σε τέκνον» και αλλού «ἐπί τῷ ξένῳ σου τόκῳ τάς ὠδίνας φυγοῦσα ὑπερφυῶς ἐμακαρίσθην ἄναρχε υἱέ».
Στο πρόσωπο της Παρθένου είναι ζωγραφισμένος ο θαυμασμός, η έκπληξη για το «Ἄφραστον θαῦμα» που αντικρύζει «τόν ἀόρατον ὁραθέντα, τόν κτίστην σαρκωθέντα, τόν δεσπότην ἐν δούλου μορφῇ». Ο ιερός υμνωδός εκφράζοντας με ποιητικό τρόπο τον ψυχικό κόσμο της παρθένου, το γεμάτο θαυμασμό και ερωτηματικά μετά τη γέννηση του θείου βλαστού της λέγει τα εξής: «Τί θαυμάζεις Μαριάμ; τί ἐκθαμβεῖσαι τῷ ἐν σοί; ὅτι ἄχρονον Υἱόν, χρόνῳ ἐγέννησα φησί».
Στο πάνω μέρος δεξιά της εικόνας ζωγραφίζεται ένας άγγελος με φωτεινή μορφή και σκήπτρο στο αριστερό χέρι που είναι το σύμβολο του αγγελιαφόρου. Ο άγγελος γέρνει το κορμί του προς τους βοσκούς κι έχει το δεξί του χέρι απλωμένο σε στάση ευλογίας. Είναι ακριβώς σαν να λέγει: «Ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἔστι Χριστός Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ».
Το μήνυμα του αγγέλου στους απλούς βοσκούς, μήνυμα χαράς και ελπίδας αναγγέλλει το μήνυμα της σωτηρίας στο τυραννισμένο από τον διάβολο γένος των ανθρώπων. «Με τη γέννηση του Χριστού η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους έχει δυνάμει συντελεσθεί. Η Θεία και ανθρώπινη φύση έχουν ενωθεί εν Χριστώ. Ο Θεός και άνθρωπος Ιησούς Χριστός αποτελεί την ζώσαν εικόνα και εγγύηση της μελλοντικής εν Χριστώ ανακεφαλαιώσεως των πάντων».
Στα αριστερά της εικόνας εικονίζονται οι τρείς Μάγοι. Είναι έφιπποι που ακολουθώντας τον αστέρα φέρνουν τα δώρα τους στον ενανθρωπήσαντα Κύριο. Είναι κατά τα τροπάρια της γιορτής οι αντιπρόσωποι των ειδωλολατρών που θα αποτελέσουν την εξ εθνών εκκλησίαν του Χριστού, ενώ οι ποιμένες αντιπροσωπεύουν το εξ Ιουδαίων τμήμα της εκκλησίας.
Κάτω ακριβώς από την Παναγία είναι ζωγραφισμένο ένα δένδρο. Τούτο συμβολίζει τη Μεσσιανική καταγωγή του Χριστού που σύμφωνα με τις προφητείες ο Μεσσίας θα ήταν απόγονος του Δαυίδ και του Ιεσσαί πατέρα του Δαυϊδ. «Καί ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί καί ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται καί ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτοῦ πνεῦμα Θεοῦ (Ησ. 11,12).
Στο κάτω μέρος αριστερά της εικόνας εικονίζεται ο Ιωσήφ «ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων». Μπροστά του στέκεται ο ποιμένας πειραστής που τον «βεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν άλλοι κόσμοι από τον ορατό και άρα δεν υπάρχει κανένα άλλο μέσο γεννήσεως από το φυσικό». Η στάση αυτή του Ιωσήφ είναι επίσης εκφραστική και της δυσκολίας ολόκληρου του ανθρώπινου γένους να παραδεχθεί εκείνο που είναι υπέρλογο και υπερφυσικό, δηλαδή την ενανθρώπηση του Θεού.
Πράγματι η σάρκωση θα είναι πάντοτε η μωρία και το σκάνδαλο για την ανθρώπινη σκέψη. Το μυστήριο της γεννήσεως του Χριστού χωρίς αμφιβολία είναι το θαύμα που προκάλεσε τις μεγαλύτερες παρεξηγήσεις στην ιστορία του Χριστιανισμού και τις περισσότερες αιρετικές διδασκαλίες. Και τούτο γιατί αφορά στην ενανθρώπηση του Θεού και στη σωτηρία του ανθρώπου με τη θέωση που καταπολεμά με όλες τις δυνάμεις του ο Σατανάς ο αρχέκακος.
Στην αμφιβολία του Ιωσήφ και γενικά στην αντίδραση του σκεπτόμενου λογικού η Εκκλησία απαντά μ’ ένα ύμνο στο Χριστουγεννιάτικο όρθρο. «οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευνα πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν».
Απέναντι από τον Ιωσήφ στο άλλο άκρο της εικόνας εικονίζονται δύο γυναίκες που ετοιμάζουν το λουτρό του θείου βρέφους. Η μία κρατεί το νήπιο και δοκιμάζει με το χέρι της το νερό που η άλλη χύνει στην κολυμβήθρα. Η σκηνή είναι εμπνευσμένη από τα απόκρυφα ευαγγέλια του Ματθαίου και του Ιακώβου που μιλούν για τις δύο γυναίκες, την Μαρία και την Σαλώμη που έφερε ο Ιωσήφ για να βοηθήσουν τη Θεοτόκο.
Η εικόνα της θείας γέννησης είναι μία από τις εκφραστικότερες εικόνες του Δωδεκαόρτου. Ο Βυζαντινός αγιογράφος με μοναδική απλότητα κατόρθωσε να αναπαραστήσει το θείο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού όσο είναι τούτο ανθρωπίνως δυνατό.
Εκστατικός ο προσκυνητής καθώς πλησιάζει για να ασπασθεί την αγία εικόνα για να εκφράσει την αγάπη του και τον άπειρο σεβασμό του προς το σαρκωμένο Θεό μουρμουρίζει μαζί με τον υμνογράφο της εκκλησίας το υπέροχο στιχηρό του Εσπερινού των Χριστουγέννων: «Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ ὅτι ὤφθης ἐπί γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς; ἕκαστον γάρ τῶν ὑπό σοῦ γενομένων κτισμάτων, τήν εὐχαριστίαν σοι προσάγει˙ οἱ Ἄγγελοι τόν ὕμνον˙ οἱ οὐρανοί τόν Ἀστέρα˙ οἱ Μάγοι τά δῶρα˙ οἱ ποιμένες τό θαῦμα˙ ἡ γῆ τό σπήλαιον˙ ἡ ἔρημος τήν φάτνην˙ ἡμεῖς δέ Μητέρα Παρθένον. Ὁ πρό αἰώνων Θεός ἐλέησον ἡμᾶς»